.

.

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

"Μασλάτι Νο12 - Οι Τφικιές, του Ζτάλιου Χρήστου"

Μασλάτι Νο 12. Οι τφικιές.
(Μνήμες από Ζάλοβο)
Μου το διηγήθηκε ένας φίλος.
      Ου Γιώρτς ήταν παντριμένους μι τν Κατιρίνου απού χρόνια. Μα τουν Γιώργ(η) δεν τουν άριζει η
δλειά. Όλν τ’ μέρα τ’πιρνούσι στου Καφινείου κι οι χουριανοί τουν είχαν κάθι μέρα στου στόμα τς κι ίλιγαν πόσου τιμπέλτς είνι. Κάποια μέρα μπιζέρτσει ου Γιώρτς τ’ γλουσσοφαγία κι πήρι ν’ απόφασ’ ν΄αλλάξ’ τ’ ζουή τ’ .Έκατσαν καταή μι τν Κατιρίνου κι συζήτσαν. Είδαν ότι χουρίς δλειά δεν γένιτι χαήρ κι για αυτό πήραν ν’απόφασ’ να πιάσ’ δλειά. Τέχν’ δεν ήξιρι καμμιά κι είπαν να γέν’ Τζιουμπάνους.
      Κι έτσ’ ου Γιώρτς μιά χαραή κίντσει γιά του Ατ παζάρ στου Μαυρουνόρους, απ’ όπου αγόρασι ένα μκρό κουπάδ’ πρόβατα κι ένα τ'φέκ(ι) γιά τα ζ'λάπια κι ανέβκει στου β'νό. Η Κατιρίνου έκατσι στου χουριό μι τς γουνίδις κι τα πιδιά τς. Πέρασι λίγους κιρός κι στουν Γιώργ(η) έλπει η Κατιρίνου που τν είχι πουνέσ’. Μιά βραδιά ου Γιώρτς δεν άντιξι άλλου κι κατέβκει στου χουριό όπου πέρασι μια ουραία’νύχτα μι τν Κατιρίνου. Σ’ αυτήν τ’ συνάντησ’ μιτά απ' του πουλύ γκαντάλμα, έβγαλαν κι ν απόφασ’ πως θα γλέπουντι απού δώ κι πέρα.
      -Άκσι να σι πω Κατιρίνου! Δεν μπουρώ ν’ αφήνου τα σφαχτά  όλ’ νύχτα μαναχά τα, γιατί άμα βαρέσ’ κάνα ζλάπ θα μας τα λιανίσ’ όλα! Γιά ταυτό όταν θα θέλου να σι δώ θα τ'φικώ. Ισύ θα ακούς τν τ'φικιά κι θ’ανιβαίντς σιαπάν στου β'νό κι θα γκανταλιούμιστι ικεί π’ θα βουσκώ τα πρόβατα.
        Έτσ’ κι γίνκει,πιρνούσι ου κιρός κι του τ'φέκ(ι) τ’ Γιώργ(η) έφτιανι τ’δλειά τ’ κι πιρνούσαν μιά
χαρά. Τφικούσι ου Γιώρτς κι η Κατιρίνου σι τρίχαν ώρα έρχουνταν κουντά τ’ κι γκανταλιούνταν μάλλ' ώρα.
     Πέρασι λίγους κιρός όμους κι η Κατιρίνου σταμάτσι ν’ανιβαίν’ σιαπάν στου β'νό, παρ’όλου που ου Γιώρτς τ'φικούσι αράδα. Όπους ήταν φυσικό ου Γιώρτς καταστεναχωρέθκι κι ανησύχσι μήπους έπαθι τίπουτα η Κατιρίνου. Μόλις είδι τουν πιθιρό τ’ μιά μέρα που πιρνούσι κουντά απ’ του μαντρί, τουν ρώτσι να μάθ’ τι γίνκει κι χάθκει η γναίκα τ’.
      -Α ρα τι γένιτι; Τι φκιάντι; Γίνκει τίπουτα ικεί σιακάτ; Η Κατιρίνου είνι καλά; Τι κάμ,’ γιατί χάθκει; Μήπους κφάθκει; Τ'φικώ ξανατ'φικώ κι δεν απουλουέτι!
       -Τι να σι πώ ρα πιδίμ, απού τότι που δώθκαν οι άδειις κι κίντσι του κυνήγ(ι) μολις ακούσ’ τ'φικιά κουσιέβ σιαπάν στα βνά! Δεν άφκει β'νό γιά β'νό! Τρία ζιβγάρια κουρδέλια έσουσι μέχρι τώραϊα!
  Γκανταλιούμι = Γαργαλιέμαι.
Χρήστος Ζτάλιος.

3 σχόλια: