.

.

Ζαλοβίτικο Λεξιλόγιο


ΖΑΛΟΒΙΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 
(Μνήμες από Ζάλοβο)
Του Ζτάλιου Χρήστου
Πάντα όταν πηγαίνω στο χωριό,χαίρομαι να συζητάω με τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Απ΄ αυτούς  όλο καί θα ακούσω κάποια ξεχασμένη λέξη, απ' αυτές που χρησιμοποιούσαμε στην δεκαετία του 60, πράγμα που με κάνει να νοσταλγώ τα χρόνια εκείνα. Από τις λέξεις αυτές θα προσπαθήσω να αναφέρω όσες θυμάμαι.
Α....

Αγρουτζιόμπανους : Άγριος βοσκός , Ακοινώνητος
Αδράχτι : ξύλινη ράβδος γιά γνέσιμο
Αντάμα : μαζί
Ανάρια : αραιά
Αράδα : σειρά
Αργαλειός : εργαλείο ύφανσης
Αρίδα : τρυπάνι ή το καλάμι του ποδιού
Αυγατίζου : αυξάνω
Αφυκρίς : προσπάθησε να ακούσεις
Αϊστόσια : ξέχασα
Αρίτσιους : σκαντζόχοιρος
Αξιάλα : μεγάλη ξύλινη βέργα γιά τίναγμα καρυδιάς.
Απουπχάτ : από κάτω
Αχμάκης : Άχρηστος
Αφρά : σαπουνάδα
Απίδια : αχλάδια
Αγρουγκόρτσου : άγριο αχλάδι
Αντράς : Δεκέμβρης
Αδιάσμους : δυόσμος
Αντράλα : ζαλούρα
Αρίχνουμι : πηδώ
Αρίξ : πήδα
Αλσιάρκου : λυσσασμένο
Αυλαγάς : ακαλλιέργητος χώρος κοντά σε οικισμό
Άδραξι : ίδρωσε
Αρμόζμους : ζουμί από τουρσί
Αστρέχα : το τμήμα της κεραμοσκεπής που προεξέχει από τον τοίχο
Αρνίτια  : κότες
Αριτσιώνουμι : ανατριχιάζω
Αντράδελφους : κουνιάδος
Αλουνάρης : Ιούλιος
Αη Δημήτρης : Οκτώβριος
Αγρουκούμπανους : έντομο
Αμπώχνου : σπρώχνω

Αξούγκ(ι) : Λίπος ζώου

Απαντουχή : Προσδοκία
Ασκένουμι : σιχαίνομαι
Απόμκει : έμεινε εκεί
Ανάρτου : νηστήσιμο
Απουλνώ : αφήνω κάτι - σχολάω
Ανάγκασι : κάνε γρήγορα
Άϊστι : πάμε
Άλτσους : αλυσίδα
Αντάρα : ομίχλη
Ανασκιρνώ : σιγυρίζω
Αλχτάει : γαυγίζει
Άντζα : γάμπα
Ανιμουσούρια : μεγάλες ποσότητες χιονιού μαζεμένες από αέρα

Β......
Βάϊα : το φυτό Δάφνη
Βιρισιές : πίστωση
Βάϊσα : έγειρα ή κοιμήθηκα
Βαζούρα : βοή
Βυρός : ήσυχο μέρος ποταμού κατάλληλο γιά κολύμπι
Βάτρα : τό εσωτερικό τού τζακιού
Βαλάν : βελανίδι
Βιτούλ : μικρό κατσίκι
Βίτσα : ξύλινη ψιλή βέργα

Βιλέντζα : Φλοκάτη

Βουτάν: Βότανο

Γ......

Γάρους : Αρμύρα γιά τυρί ή τουρσί

Γκαβάδ : Τυφλό
Γριντιά : μεγάλο ξύλινο οριζόντιο δοκάρι
Γκέσα : όνομα θηλυκού μουλαριού.
Γκούβα : γούρνα
Γουρνουτσάρχα : τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού
Γκλάρας : ψηλός καί ασουλούπωτος
Γκιόλ : μούσκεμα
Γαλίκι : ξύλινο κοφίνι κατάλληλο γιά τόν τρύγο
Γκουμούλια : αυτά πού δέν έλιωσαν ή γλυκό
Γρέντουμα : ξάπλωμα κατά γής
Γκιούμ : σκεύος γιά νερό
Γκαλγκούτσια : φορτώνομαι κάποιον στίς πλάτες
Γκρούντα : κομμάτι τυριού
Γαράφα : μπουκάλι
Γκάϊζστα : αγριολούλουδο
Γιαννάκια : άγρια λουλούδια
Γκύλαντρους : στεφάνι βαενιού για παχνίδι
Γλάς : μπουρί σόμπας
Γίνκα ανίλα : λερώθηκα - έγινα χάλια
Γκόρτσου : μικρό αχλάδι
Γιόμα : μεσημεριανό φαγητό
Γκουργκόλις : μεγάλες πέτρες
Γκίργκλας : τό καρύδι τού λαιμού
Γκριμπιάζου : καμπουριάζω
Γκιουρντάνια : στολίδια λαιμού
Γκουμαράδα : σωρός από πέτρες
Γκούσια : λαιμός
Γκλίτσα : μπαστούνι βοσκού
Γκανταλιούμι : γαργαλιέμαι
Γκρημίνα : γκρεμός
Γκιντέρια : βάσανα
Γκουχώ : βήχω
Γκιζιρώ : περπατώ άσκοπα
Γκουρλώθκα : πνίγηκα
Γκουστιρίτσα : μικρή σαύρα
Γάνιασα : αγανάκτησα
Γκαγκαράτσις : κόπρανα κατσίκας
Γκαρμπουλάχανου : τό λάχανο
Γκουρμπέτσα : γύφτισα
Γαργαλίσκα : πλύθηκα καλά
Γκλαβανί : μικρό άνοιγμα οροφής

Δ.....
Δαυλί : αναμμένο ξύλο
Δικράν : εργαλείο γεωργού (σάν πηρούνι)
Δραγάτης : Αγροφύλακας
Δουκιούμι : θυμάμαι
Δαρμός : ξυλοκόπημα

Δαχλήθρα : εξάρτημα ραψίματος

Δριπάν : εργαλείο θεριστή 

Δουξάρ : Τόξο

Διάτανους : Διάολος

Δέουντα : τα πρέποντα χαιρετίσματα


Ε.....
Ε (ι)πιτώρια :προηγουμένως
Ε (ι)ρμάδα : κακότυχη γυναίκα

Ζ....
Ζτέκιρους : στύλος σε αλώνι
Ζαγάρ : κυνηγητικό σκυλί
Ζλάπ : άγριο ζώο
Ζυγούρι : νεαρό αρνί
Ζιέβρα : κλαδιά - βλάστηση
Ζαβός : στριμμένος
Ζάβα :γυναικεία καρφίτσα
Ζιούζιανους : η μεγάλη χρυσόμυγα
Ζαμάνια : μεγάλη χρονική περίοδος

Ζιαμπίζου : πιέζω πολύ

Ζιάμπα : βάτραχος νύχτας

Ζιουγκάρ : εξόγκωμα

Ζαχαράτα : γλυκά

Ζαράλ  : ζημιά

Ζαβόρτσα : εξώπορτα

Ζγκρουβάλ : κομμάτι - όχι λιωμένο

Ζαρκούλα  : κάλλυμα κεφαλής-κουκούλα

Ζακάτσα : γονάτισα από βάρος

Ζιρβί : αριστερό

Ζαγκαλνιούμαι : κουνέμαι

Ζγκράπια : Σκορπιός

Ζβανάς : μικρό πριόνι


Θ.....
Θυμητκό : μνήμη

Θύρα : πόρτα

Θιρμασιά : πυρετός

Θλήκουμα : κούμπωμα

Θλήκ(ι) : Κουμπότρυπα

Θαραπάφκα : ευχαριστήθηκα

Θάρουμ : Ίσως

Ι.....
Ιψέ : χθές βράδυ
Ιλιάτς : γιατρικό

Ίγκλα : δερμάτινο εξάρτημα σαμαριού

Ίτσια : αγριολούλουδα

Ιπουρκά : οπωροφόρα δένδρα

Ίσκιουμα : Στοιχειό ,φάντασμα

Ίνουρου : Όνειρο

Κ.....
Κρυότ : κρύο
Κλειδουπίνακου : ξύλινο τάπερ
Καντάρι : ζυγαριά
Καπίστρι : χαλινάρι
κιλίμι : χαλί
κλιματσίδα : κληματαριά
Κουσιά : εργαλείο γιά κόψιμο χόρτων
Κουρκούτ : φαγητό μέ αλεύρι (χυλός)
Κούτσκου : μικρό παιδί
Κλαδουμάχιρου : εργαλείο αγρότη,οδοντωτός σουγιάς
Κατώι : υπόγειο
Κουκόσιις : καρύδια
Κουσιέβου : τρέχω
Κουρδέλια : παπούτσια
Κατασάρ : μαλλινη εσωτερική φανέλλα
Κουρτσουκόπανους : τό αγόρι πού κάνει παρέα μέ κορίτσια
Κριμαστό : αλλουμινένιο σκεύος μεταφοράς φαγητού στό αμπέλι
Κυπρί : κουδούνι
Κλιουπουτώ : Χτυπάω κάτι υγρό
Κούγκαβου : καρύδι πού δέν ανοίγει εύκολα

Κουντούρις : παντόφλες

Κάν κι κάν : όλως διόλου

Κακάβ : μικρό καζάνι

Κόθουρους : ή άκρη τής πίτας

Κρικέλα : γάντζος

Κιτρομπόμπουλα : καρποί κέδρου

Καρκαλιούμιι : γελάω συνέχεια

Κλαδαριά : μεγάλη στοίβα κλαδιών

Κακουρίζκους : άτυχος στή ζωή

Κιρατούκλης : κατεργαράκος

Κιούπι : πήλινο σκεύος

κόνξεις : κολπάκια

Κουρφουλουγώ : σπάζω τίς κορυφές φυτού

Κουριλού : υφαντό μέ κουρέλια

Κουψίδια : κομμάτια ψημμένου κρέατος

Κότσ : αστράγαλος

Κηπάδια : μπαχτσέδες

Καγκάνας : κανένας

Κουπάνα : σκάφη

Κριάρ : αρσενικό αρνί

Κουκόνα : ψύχα αμύγδαλου

Κλέτσια : ποδάρια

Κινώνου : γεμίζω πιάτο -ποτήρι

Κουκουτσέλας : κόκορας

Καραούλ : λόφος μέ θέα σέ καίριο σημείο

Κουτώ : τολμώ

Κλώθου : στρίβω 

Καζάντσα  : κέρδισα


Κιότιψα : φοβήθηκα

Κλαρνώ : κλαδεύω

Κόπανους : ξύλινο δοκάρι γιά χτύπημα ρούχων στό πλύσιμο

Κουρτσούλ : κοριτσάκι

Κούτκα : κεφάλι

Καγκαμπώς : ούτε έτσι ούτε αλλιώς

Καϊπιώνου : κρύβω

Κατίνια : πλευρά

Κουπός : δρόμος μέσα σέ χιόνια  

Κακουρίζκους : Κακότυχος

Κατσιό : Καθησιό

Κιμπάπ : Ψημένο κρέας σε σούβλα

Κλουσαριά : Κότα που κλωσάει αυγά

Κουριμός : Ας είναι

Κουσιός ; Τρέξιμο

 Κρένου : Μιλώ

Λ.......
Λέλι λέλι : επιφώνημα πόνου
Λούρα : μεγάλη ξύλινη βέργα
Λίγδα : το λίπος του γουρουνιού
Λιπασιά : λιπαρό κρέας
Λιμόντουζου : χυμός λεμονιού σέ κύβους
Λαφρουκάνταρου : Ανισόρροπος
Λισιώθκα : καταγρατσουνίστηκα
Λιέν : λεκάνη
Λίμπις : πιάτα

Λούτσα : μούσκεμα

Λιγκιάζουμι : έχω λόξυγκα

Λιφτόκαρα : φουντούκια

Λούπου : αλεπού

Λαγγίτις : ζυμάρι σε καυτό λάδι  γιά πρωινό

Λουκανίτσις : λουκάνικα χοιρινά

Λόγγους : πυκνή βλάστηση

Λάβα : ζέστη ή φασαρία

Λιμουχώ : αναπνέω γρήγορα από κούραση

Λουκατσιάρια : καρναβάλια

Λάϊους : μαύρος

Λιανώματα : ψιλά

Λιανίζου : κόβω μικρά κομμάτια

Λαβίζου : Μιλώ δυνατά

Λιγκέρ : Χάλκινο πιάτο

Λόζιους : μπέρδεμα - φασαρία

Μ.....
Μισάντρα : ντουλάπα
Μπρουζιάλα : πολλή ζέστη
Μαρτάρις : μανιτάρια
Μαρκάτ : γιαούρτι
Ματσούκα : ξύλινο ραβδί γιά κόλλιντρα
Μπαΐλτσα :κουράστηκα
Μπαΐρ : άγονο χωράφι
Μπίτσι : τελείωσε
Μπράσκα : χελώνα
Μουρόξνου : λίγο ξυνό
Μπάκακας : βάτραχος
Μσίρκου : Γαλοπούλα
Μισουλάγγιρου : Μισόχαζος
Μουτσιαλνώ :μασάω
Μπτζέρα :πέτσα κρέατος
Μπλιούρια : μπάρες από μισολιωμένια χιόνια
Μσιάκας : αυτός που παίζει καί με τις δύο ομάδες

Μπουμπότα : καλαμποκίσιο  ψωμί

Μπιλιτζίκια : βραχιόλια

Μπλάνις : μεγάλα κομμάτια

Μπράτμους : αυτός πού κερνάει στό γάμο

Μπίραβους : ταλαίπωρος

Μισάλ : τραπεζομάντηλο

Μπιρμπιρίσκα : ξυρίστηκα

Μαράγκιασι : σταφίδιασε

Μασλάτια : κουβέντες

Μπιζέρτσα : βαρέθηκα

Μούτος : μουγκός

Μπάχουρο : είδος χοιρινού λουκάνικου μέ αίμα

Μούργκα  : όνομα θηλυκού μουλαριού

Μακιλέφκα : Κόπηκα παντού

Μανταλώθκα : κλειδώθηκα

Μαλιμάτ : κόλπα μέ κουβέντες

Μαστάρ : ίσιο σανίδι - βυζί

Μιτζσμένους : μεθυσμένος

Μισιακό : κοινό - μαζί

Μπαλντούμι : δερμάτινο εξάρτημα σαμαριού

Μπλιώρα : νεαρή γίδα

Μπρούχαβους : εύθραυστος χοντρός

Μπαρμπάτσου : Αρκούδα

Μπουμπόλια : μικροί καρποί

Μαγαρίσκι : λερώθηκε

Μόλτσα : Σκώρος

Μόγκι : μόνο

Μούρτζιους : λερωμένος

Μπατζιουτέρας : είδος όρνιου

Μπουμπνάρ : έντομο 

Μάξους  : κάνω εύνοια σε κάποιον

Μιϊντάν : Φανερό μέρος - πλατεία

Μουργκίζ : νυχτώνει

Μπουγανίκια : Δώρα σε λεχώνα

Μσούρα : βαθύ πήλινο πιάτο


Ν.....
Ντίπ γιά ντίπ : τελείως μά τελείως
Ντβάρ : τοίχος ή ο αγράμματος
Ντούγκας  : αυτός που δεν καταλαβαίνει
Νταμάρ : σόϊ,καταγωγή
Νουφαλός : ομφαλός

Ντάσιους : όνομα μουλαριού

Ντριστέλα : εργαλείο νερόμυλου

Ντιβιρλίγκα : ολόγυρα

Νόχτους : απότομη κλίση εδάφους -όχθη

Νάσιους : φύγε - πάρε δρόμο

Ντρίμα : ψιλό ξερό κλαδί

Να γέντς ξίκ(ι) : νά φύγεις αμέσως

Νταβάν : μεγάλη μύγα (Αλογόμυγα)

Νταλντώ : ορμώ

Ντουντουμάρκα : δίδυμα

Νταϊακώνου : στηρίζω.

Ξ......
Ξυλουπνάκας : κουτός
Ξλένιους : αυτός  που δεν καταλαβαίνει εύκολα
Ξιούρας : χοντροκέφαλος

Ξιπιτουρίζιτιι :ξεφλουδίζεται

Ξτρά : Σύριζα

Ξισιλόϊαστους : Ανέμελος

Ξιγκλίσκει : κλαδί πού βγαίνει από τήν βάση του

Ξυλουφάϊης : εργαλείο τριβής  ξύλου

Ξινουμώ :  διώχνω

Ξιπουλνιούμι : Βγάζω κάλτες και παπούτσια

Ο....
Ουδιέτς : σκέτο
Ουδιτώραϊα :τώρα αμέσως
Ουπχατνό : το από κάτω
Ουπανό : το επάνω

Ουπαντά : Το ένα πάνω στ' άλλο
Ουρσούζκου : τό γρουσούζικο

Ουρσουζλίκια : Απρεπείς πράξεις
Ούντσγκς : πρόσταγμα γιά σταμάτημα του γαϊδουριύ

Π.....
Πουνίδια : πόνοι
Παπάρα : Πρωϊνό,γάλα μέ κομμάτια ψωμιού
Πατσιαούρ : κομάτι παλιού υφάσματος
Πνάκ(ι) : οικιακό σκεύος
Πυρουστιά : μεταλλικός τρίποδας πού κρατάει τό καζάνι πάνω από τήν φωτιά
Παφλέτς :Κονσερβοκούτι
Πλακίδα : νεαρή κότα
Πικίθι : δίπλα
Πριάκουνου : λίμα ακονίσματος

Πουλιάνα : ανοιχτό μέρος

Πάϊγκας : αράχνη

Πρατσάλα : ψιχάλα

Πλατσατούρα : είδος πίτας

Πατούνα : φτέρνα

Πατσιά : πατημασιά

Πιρικιντές : τιποτένιος

Πλουκός : κέδρινος φράχτης

Πλακατός : ομαλός

Πουρεύω : Περνώ

Παρατόρτσα : έφυγα φοβούμενος

Παχνιστής : Νοέμβριος

Πιτχάνους : εύστοχος

Παρλατίζ : γιαλίζει

Πουδισιά  : παπούτσια και κάλτσες

Προυστούρα : κοιλιά ζώου

Πάκου : πακέττο

Πέφτη : πέμπτη

Παλαμαριά : ξύλινο γάντι γιά θέρισμα

Παστρέβου : καθαρίζω

Παγάλια : σιγά σιγά

Παρέκεια : πιό εκεί

Πίπκα :  μπρούμυτα

Πλατσκαρνώ : πλατσουρίζω

Πιρδίκα : Πέρδικα

Πλαϊάζου : γέρνω γιά ύπνο

Πουδαίνουμι : φορώ κάλτσες και παπούτσια

Ρ....
Ριτσέλια :  φέτες κολοκύθας σέ πετιμέζι
Ρούχους :κοκκίνισμα σόμπας

Ρουπούρ : ξαφνική έντονη μπόρα

Ρόκα : εργαλείο γιά γνεσιμο μαλλιού

Ρόπουτους : θόρυβος

Ρουκώνου : σπρώχνω κάτι σέ τρύπα

Σ.....
Σιαπάν : πρός τά πάνω
Σιακάτ : πρός τά κάτω
Σάματ : μήπως
Σιαπέρα : πρός τά πέρα
Σοφράς : χαμηλό τραπέζι
Στλιάρ : ξύλινο χοντρό ραβδί ή καί ο αγράμματος
Σχαρίκια : ευχάριστα μηνύματα
Σκαπιτώ : καταπίνω
Σιάβαρου : σκουπίδι
Σκλαντήθρα : σπίθα
Σουρβάλα : ορμητικό μέρος ποταμού
Σιουπιτούρα : Ο σωλήνας πού προεξέχει από παροδισιακή βρύση
Στούραβους : πικρόξυνος

Σταρίθρα : τό πουλί  τσίχλα

Σιούτα :  γίδα χωρίς κέρατα

Σφουντίλ : εξάρτημα αδραχτιού

Σιμπώ : σκαλίζω μέ σίδερο τήν φωτιά

Σιάχαλα : ξεραμένα φύλλα καλαμποκιού

Συντρόφ : βρακί

Σούκους : πολύ σκούρο

Σουλπί : κατασκευή γιά ψάρεμα

Σπλινί : πόμολο

Σιουλνάρ : ασταμάτητη ροή υγρού

Σφαϊό : έντονος κοιλιακός πόνος

Σκούζου : φωνάζω έντονα

Σιούκτι : σηκωθείτε

Σακουράφα : μεγάλη βελόνα

Σκουτίδα : σκοτεινά - χωρίς φώς

Σουπάν : ή επάνω τσέπη τού σακακιού

Σόϊρους : κύκλος

Σιέκους : ξαφνικός θάνατος

Σακάτκους : σακάτης

Σιουρίζου : σφυρίζω

Σφούγκους : πανί γιά σκούπισμα σέ φούρνο

Σφουγουμάντλου : μαντήλι

 Σιούσκα : καρούμπαλο

Σιρκός : αρσενικός

Σκιάχκα : λαχτάρησα

Σόν : φτάνει - όχι άλλο

Σαρμάντζα : κούνια μωρού

Σαλιάρι  : σαλιγκάρι -γλυκό

Σιέα : πράγματα

Σιάλτς : πολύ αλμυρό

Σιγκούν  :  μάλλινο γιλέκο

Στράνια : ρούχα

Στουπώνου : βουλώνω

Σκανιάζου : μ΄αποσχολεί- μ΄ενδιαφέρει

Σαπίτς : ονομασία φιδιού

Σταυρός : Σεπτέμβρης

Σάλουμα : άχυρο

Σαγλάμκους :  σίγουρος -σταθερός

Σιουμαλνώ : Κάνω μικρό θόρυβο επάνω σε ξερά χόρτα

Σκουντός : κακόμοιρος

Σουγκάρ : Το μικρότερο παιδί μιάς οικογένειας

Σουργκούν : Κατώτερος άνθρωπος


Τ.....
Ταχιά : αύριο
Τζιουτζβές : μπρίκι
Τουλούμι :  ασκί από δέρμα
Τριχιά  : χοντρό σχοινί
Τσιμπέρ : κεφαλομάντηλο
Τσιαράπια : μάλλινες κάλτσες
Τραϊ : ό τράγος
Ταζέδκου : τό φρέσκο
Τσιουκλητάρα :  Τσαλαπετεινός
Τραπέτς : τό πολύ ξυνό
Τσιούτσιαλου : τό πολύ μικρό
Τριούρ : γύρω γύρω
Τηρώ : κοιτώ

Τσιάπς : όνομα σκύλου

Τσουρτσούφ : Κάτι αιχμηρό σέ ψηλο μέρος  -ξύλο

Τσιουρβάς : θραύσμα μπίλιας

Τουρτούρα : Τρυγόνι

Τσιουμπώ : πολτοποιώ

Τουλούμι : ασκί δερμάτινο

Τσιανάκια : πιάτα - οικιακά σκεύη

Τσάπαρους : τράγος

Τόπα : μικρή μπάλα

Τσιουρίζου : τσιρίζω

Τσουφώ : πιέζω μέ κάτι μυτερό

Τσιουλνώ : τινάζω δένδρο

Τσουτσούφλιανους : τό πουλί κορυδαλός

Τσιουμπανίκα : κάπα βοσκού

Τσιούγκους : αυτός πού δέν πιάνουν τά χέρια του

Τσιουτσιουμάλα : παιδικό παιχνίδι μέ αμύγδαλα

Τρουβάς : μάλλινο σακκίδιο ώμου

Τριότα : τρίλιζα

Τσιακίλ : μικρή ποσότητα λάσπης γιά κτίσιμο

Τσιουκρίκ(ι) : εργαλείο περιτύλιξης κλωστής

Τσιτσνιάζ : ανατριχιάζει

Τσιουκανίζ :  πονάει συνεχώς

Τσιαμαντάν : κεντημένο γιλέκο

Τραφώθκα : λερώθηκα πολύ

Τσιατί : σκεπή

Τσιγαρίδις : τσιγαρισμένα κομμάτια χοιρινού κρέατος

Τσιουλέκα : παιδικό παιχνίδι (τσιλίκι)

Τσίνις : ψάρια

Τσάκνου : λεπτό κλαδί

Τσιούγκλα : μικρή μπάλα χιονιού

Τιρλίκια : κοντές κάλτσες

Τζιουρτζιάν : σπουργίτι

Τσιαούλ : σαγόνι

Τανιούμι : τεντώνομαι

Τζιαμάλλου : γυναίκα μέ ανακατωμένα μαλλιά

Τσιούπρα : κοπέλλα

Τιτράδ(η) : τετάρτη

Τίκνισι: ταίριαξε

Τσιάλιασα : πολτοποίησα

Ταχταραβάς : ξυλοκόπημα

Τσαγκρασούλ : εργαλείο τρυπήματος γιά ράψιμο

Τσιέπ : ράμφος πουλιού

Τζούκα : κοιλιά

Τούμπανους : Πρησμένο σαν τύμπανο

Τσάκια : οι όρχεις

Τσιόκους : μικρό σφυρί

Τσιούγκου : αδέξιο

Τσούρα : Το ανδρικό μόριο

Τυφλαμάρα κακιά : Στραβομάρα εντελώς

Φ.....
Φιλέβου : κερνάω στό σπίτι
Φασούλια : φασόλια
Φουκάλ :  σκούπα
Φουρτουσιάρα : ξύλινο σκεύος γιά μεταφορά νερού
Φαγουλάτα : φαγώσιμα
Φακιόλ :  κεφαλομάντηλο
Φούρκα : διχαλωτό ξύλο
Φτσέλα : ξύλινο σκεύο νερού,μικρού μεγέθους
Φλέντζα : φέτα ψωμιού

Φίτσιους : παιδικό παιχνίδι

Φέξ : φώς

Φιρό : κενό - μπόλικο

Φε(ι)λί : κομμάτι κρέατος

Φουρκή : απόσταση αντίχειρα μέ δείκτη τεντωμένοι

Φουλτάκ(ι) : εξόγκωμα παλάμης λόγω χειρωνακτικής εργασίας

Φτσί : φουσκωμένο ασκί

Φιδιάσκα  μέ τσίμπησε φίδι

Φουρτουτήρα  : βοηθητικό ξύλο γιά φόρτωμα ζώων

Φαμπλιά : οικογένεια

Φλάμπουρου : Ειδικά διαμορφωμένο ξύλινο κοντάρι, στολισμένο με φρούτα και λουλούδια κατά την γαμήλια τελετή

Φόβιους : φοβερός

Φρίξ : τρομάρα

Φυράδα : χαραματιά

Χ....

Χαταλής : Αυτός που παθαίνει συνέχεια ζημιές - χνέρια
Χαΐρ : προκοπή
χαϊμαλί : φυλαχτό
Χάχας : αυτός πού γελάει άσκοπα
Χούι : άσχημη συνήθεια
Χνέρ : μεγάλη ζημιά
Χνούδαλου : μικρό παιδί
Χλιάρ : κουτάλι
Χαστρέδκους : αυτός πού ποθεί κάτι
Χαζίρκους : πανέτοιμος
Χαψιά : μπουκιά
Χατιρινά : εύνοια γιάκάποιον

Χαραή : πολύ πρωί

Χαλές : αποχωρητήριο

Χπάρα : παιδικό παιχνίδι εκτόξευσης κιτρομπόμπολων

Χόβουλη : θράκα

Χουσμικιάρης : εργατικός, υπηρέτης

Χαρλίζου : ροχαλίζω

Χνάρια : αγριόχηνες

Χουλκό : μεγάλο σπυρί

Χαρά : γάμος

Χαλέβου : ζητώ

Χουϊάζου : μαλλώνω κάποιον μέ φωνές

Χουρχλαζ : βράζει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου