.

.

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

"Κώτσιους και Βασίλου", γράφειο ο Χρ. Ζτάλιος.


ΚΩΤΣΙΟΥΣ ΚΙ ΒΑΣΙΛΟΥ
                             (Μνήμες από Ζάλοβο)                 
     Κόντιβι oυ Δικαπινταύγουστους στου Ζάλοβου, κι γιόμσαν τα σπίτια απού κόσμου, ήρθαν απ΄ν΄Αθήνα, ήρθαν απ΄τ΄ Σαλουνίκ(η), ήρθαν κι απ΄του Γριβινό .

     Ήρθι κι ου Κώτσιους απ΄ν΄Αθήνα, μι καμμιά δικαπινταριά μέρις άδεια να ξαπουστάσ κι να δει τς΄γονίδις κι τς΄φίλ τ. Οι γονίδις όμους τ΄Κώτσιου, Γιώρτς κι Λισσάβου βάλθκαν να τουν παντρέψν γιά να μην ξαναφύγ(ι)· γιατί είχι τρανέψ ου Κώτσιους, κι είχι πατήσ τα 32.

   -Λισσάβου!! Μό Λισάβου!!Που είσι μα;

   -Ιδώ είμι Γιώργ(η)!! Φκιάνου πατάτις ξνές γιά του γιόμα!

   -Πάλι μα! Μπιζέρτσα! Όλου πατάτις ξνές, φασούλια, πέτουρα, τραχανουπάπαρα, κουρκούτ χουρίς καντίπουτα μέσα! Όλου τέτοια φαϊά φκιάντς, που δεν έχν κριάς!  Λοιπόν τώραϊα πού έρχουμαν σπίτ, είδα τουν Κίτς τς΄ Στέφινας που έσφαζι ένα παλιουτράϊ. Τουν είπα να μι κόψ κανά δυό ουκάδις από πισνό πουδάρ· σύρι ύστιρα κι πάρτου, κι να του βάλτς ταχιά τς΄ Παναΐας στουν ταβά μι πατάτις στου φούρνου, γιατί έχουμι απ΄τν Πασκαλιά να ζκαλίσουμι κάνα δόντ(ι).

   -Ότ΄πείς ισύ Γιώργ(η)!

   -Λοιπόν! Άλλου σι θέλου τώραϊα! Ιμένα τήρα μα! Όντα σι κρένου να μι τηράς κι να μη τηράς κατ΄ τς΄Γκριντάδις! Τουν Κώτσιου πρέπ να τουν παντρέψουμι τώρα πούρθι, τα χρόνια πιρνούν κι θα μας απουμείν ουδιέτς, πέτουν κι συ τίπουτα. Είδις τι μας γράφ ου μπάρμπας τ΄ ου Μκόλας απ΄ ν Αθήνα, ότι δεν καμ γιά Μπακάλτς κι δεν τουν χράζιτι άλλου αφού δεν ξέρ να καμ λουγαριαζμό κι δεν τουν κόβ(ει) κι πουλύ.

   -Α ρα κάψουΓιώργ(η)! Σάματ ιγώ δε θέλου να φκιάσ φαμπλιά του πιδί μ κι να είνι ιδώ κουντά μι τι μάς!

   Του βράδ στου τραπέζ άνκξει κουβέντα ου Γιώρτς.

   -Κώτσιου! Πιδί μ τράνιψις, πάτσις τα 32 πρέπ να παντριφτείς, κι να κάτς ιδώ στου χουριό, τα χρόνια πιρνούν κι άμα δεν του πάρτς απόφασ, θά απομείντς μόναχους χουρίς φαμπλιά. Ύστιρα  είνι κι τ΄άλλου, ιγώ κι η μάννα σ΄ τρανιψάμι. Ποιός θα μας τηρήσ στα γιράματα;

   -Καλά ρα πατέρα! Άφκημι να του σκιφτώ λίγου.

   -Δεν εχ(ει) να σκιφτείς καντίπουτα ντιπ! Πάρτου απόφασ  στ΄βράς κουλνάει του σίδηρου. Ιγώ παλιά είχα συμφωνείσ' μι του Νάσιου να μας δώσ  τ΄Βασίλου. Καλό κουρίτσ φαίνιτι, τι λες;

   -Ποιά Βασίλου λες; Τ΄Νάσιου κι τς Λιξάντρους άπ΄τουν απάν του μαχαλά; Αύτή είνι πουλύ χουντρή!! Άμα τ΄πάρουμι αυτήν, πρέπ νά φαρδύνουμι όλις τς θύρις απ΄του σπίτ γιά να μη σφηνώσ πθινά!

   -Δεν μας βλάφτ αυτό! Ιμάς μας νοιάζ να είνι καλή στα χουζμέτια κι στου θ'κέλ, καλό κουρίτσ, κι καλή γκουκυρά.

   -Δεν παίρνιτι εύκουλα τέτοια απόφασ πατέρα.

   -Άνκξ τα μάτια σ ! Θα τ΄χαλέψ κάνας άλλους κι θ΄απομείνουμι ουδιέτς. Ιγώ παρά λίγου δεν θα πρόφτινα να τν΄πάρου τ΄μάννα σ, τ΄χάλεβι ένας Μχάλτς απ΄τς  Ζαπαντέ, ίσια που πρόφτασα κι ν΄πήρα. Άσι που κι ου Νάσιους θα βιάζιτι να τ΄δώσ΄ τ΄ Βασίλου, γιατί έχ(ει) άλλις τρείς απου πίσου γιά παντρά.

   -Καλά ρα  πατέρα, να ιδώ κι τ΄Βασίλου ταχιά τ΄χαραή σν΄Ακκλησιά πως είνι; Έχου τρία χρόνια νά ν΄ιδώ· ύστιρα είνι κι η προίκα, τι θα μι δώσ ου Νάσιους;

   -Άκσι να σι πω! Θά χαλέψουμι τ΄αμπέλ πού έχ(ει) στ΄Ντραγασιά, μι φαίνιτι ότι είνι ουχτώ στρέμματα, κι είνι κουντά μι του θκο μας σ΄Πανόπλ, γιά να μη μας τρώει η στράτα. Ένα κήπου στουν Καλβάρ γιά καμμιά σαλάτα. Απού γίδις θα χαλέψουμι ν' κανούτα, τ΄ Σιούτα κι τ΄ Γκόρμπα που είνι γαλάρις, κι γιννούν όλου ντουντουμάρκα γιά να μη μας λείπιτι του τυρί, η παπάρα τ  χαραή κι του σφαχτό τν΄Πασκαλιά. Aρνίτια δεν χραζουμέστι, έχουμι μπόλκα, ιπρουχτέ η μάννα σ έβαλι άλλις δυό κλουσσαριές. Καμμιά δικαριά λίρις, φουρισιές, κατασάρια, συντρόφια,  σαΐζματα, βιλέντζις, προυσκέφαλα, όσα πρέπ(ει) απ΄αυτά. Ένα κινούργιο κριββάτ μι σιλντέ που να μη κριτσάει γιά να γριντώνισι καλά. Τσιανάκια, λίμπις, λιγγέρια, χλιάρια, έχουμι απ΄όλα, δεν χραζουμέστι καντίπουτα κι απ΄αυτά. Κι θάρρουμ τουν καταφέρουμι να μας δώσ κι τ΄Γκέσα ή τ΄Μούργκα, γιατί η θκιά μας η Μπάρτζα ιπρουχτέ τσάκσι του πουδάρ κι αναγκάσκα νά ν'αμπόξου στ΄γκρημίνα. Έτσ κι αλλιώς ου Νάσιους έχ(ει) δυό μπλάρια.

   -Καλά πατέρα,κανόνστα ισύ όπους καταλαβαίντς!

   -Θα στείλλου ταχιά τ΄χαραή χαμπέρ, μι κάνα χνούδαλο στ΄θειάκους τ΄Λυμπιάδα. Tαχιά τού βράδ να ρθεί απ΄ιδώ. Κι μιά κι είνι καλή στα προυξινιά να πάμι όλ(οι) μαζί στου σπίτ τ΄Νάσιου να σκουλάσουμι τ΄δλειά. Μόγκι άνξ τα μάτια σ να τουν κρέντς καλά του Νάσιου γιατί είνι γραμματζμένους, έβγαλι του Δημοτικό, πήγι δυό χρόνια Γυμνάσιου, κι έκαμι κι πέντι χρόνια γραφιάς στ΄στρατουλογία στου Γριβινό.

   -Καλά ρά πατέρα! Τί; Πιδιά είμιστι!

   -Όχ(ι) του λέου γιά να μην σταθείς πάλι μπόσκουςκι σι πάρ χαμπάρ τι Γκράς είσι κι χαλάσ η δλειά.

   Ού Κώτσιους μι τς γονίδις κι τ΄θειάκου Λυμπιάδα, ν΄άλλ μέρα του βράδ ετοιμάζουντι να κινήσν γιά του σπίτ τ΄Νάσιου.

   -Ιντάξ μα Λυμπιάδα; Πστεύου να τα δουκ(ι)θείς κι να χαλέψ αυτά π΄σ'είπα κι πλιότερου μήν αστουχείσς του μπλάρ.

   -Α!! Ρα κάψου Γιώργ(η) τ΄δλειά μ θα μι μάθς; Στου μσό τού Ζάλουβου ιγώ κανόντσα τς προίκις!!.

   -Άϊντι πάμι! Όξου γίνκει καλή σκουτίδα, δεν θα μας ιδεί καγκάνας κι δε θα πάμι απ΄του μισουχώρ. Θα κλώσουμι απ΄τουν Μητράκ(η), ύστιρα απ΄τ΄Λάπινα, θα περάσουμι απ΄ τς Κασλικιέ, κι εφτασάμι!Λέει ού Γιώρτς.

   -Κινήστι ισείς, κι θα σας φτάσου ιγώ! Κατουρήθκα πάλι! Λέει ου Κώτσιους

   -Αυτό του πιδί μιά ζουή έτσ κάμ, άμα έχ(ει) αγουνία, όλου κατουριέτι. Λέει η Λισσάβου.

   Τελικά έφτασαν στου σπίτ τ΄ Νάσιου κι χτύπσαν τν΄ θύρα. Τς΄άνξει ου ίδιους ου Νάσιους που τς΄καρτιρούσι.

   -Καλησπέρα Νάσιου! Καλησπέρα Λιξάντρου! Τι φκιάντι; Πώς πουρέβτι;

   -Καλήσπέρα Γιώργο, καλά είμαστε! Εσείς πως τα πάτε;

   -Νάσιου ήρθαμι να χαλέψουμι του κουρίτσ, όπους είχαμι πει παλιά.

   -Καλά κάνατε! Καθήστε να τα πούμε.

   Έκατσαν έφαγαν κι του γλυκό που τς΄κέρασι η ίδια η Βασίλου κι που δεν σιούκωσι ντιπ τα μάτια τς κατά σιαπάν, μόγκι στουν Κώτσιου έρχνι κρυφές ματιές που ν΄είχει φάει μι τά μάτια τ· μόλις έφυγι η Βασίλου κίντσαν τν κουβέντα.

   -Α ρα Κώτσιου! Σ'αρέζ του κουρίτσ; Λέει χαμηλόφωνα η Λυμπιάδα

   -Μ΄αρέζ θειάκου! Μ΄αρέζ!

   -Α ρα Νάσιου! θα μας του δώσ του κουρίτσ;

   -Άμα την θέλει ο Κώστας.

   -Κώτσιου τι λες θα τν πάρουμι;

   -Ναί θειάκου!Καλή φαίνιτι,αδυνάτσι κι λίγου!!

   -Νάσιου ιντάξ τού κουρίτσ θα του πάρουμι! Κι δε χαλεύουμι πουλύ προίκα. Θέλουμι τ΄αμπέλ στ΄ Ντραγασιά, καμμιά πέντι έξ γίδις, καμμιά δικαριά λίρις, του μκρό τουν κήπου στουν Καλβάρ, όλις τς φουρεσιές που πρέπ, κατασάρια, συντρόφια, κανά δυό βιλέντζις, σαΐσματα,   προυσκέφαλα, ένα κινούργιου κρεβάτ μι σιλντέ, κι τ΄Γκέσα, ή τ΄Μούργκα γιατί μπλάρ δέν έχν, έπαθαν ζαράλ, η Μπάρτζα η θκιά τς τσάκσι του πουδάρ, κι ν΄άμπουξαν στ΄γκρημίνα. Λέει η Λυμπιάδα.

   -Πολλά ζητάτε! Δεν έχω τόσα να σας δώσω, έχω άλλες τρείς να παντρέψω! Τι θα δώσω στις άλλες;

   -Μμμ ! Κι πως θα τα φερν τριούρ τα πιδιά ρα Νάσιου, χουρίς νταϊάκουμα;

   -Όπως τα κατάφερα κι εγώ. Αλλά δεν μου λες, πόσο χρονών είσαι Κώστα;

   -Τώραϊα μπαίνου στα τριάντα, κυρ Νάσιου.

   -Μπά μεγαλύτερος μου φαίνεσαι! Ο Πατέρας σου παντρεύτηκε την χρονιά που πέθανε η Κώσταινα, η μάννα της Μυγδάλως. Η Κώσταινα έχει 33 χρόνια πεθαμένη, εσύ γεννήθηκες ένα χρόνο αργότερα, από τόν γάμο τού πατέρα σου, άρα είσαι στα 32.

   -Άάά! Α ρα τι είσι ισύ ρα Νάσιου! Πώς τα δουκιέσι όλα; Κι πώς κάμς τς΄ λουγαριασμοί τόσου αγλήγορα,χουρίς να μιτράς μι τα δάχλα; Ιμείς τοχασάμι ντιπ, είμιστι ντιπ ξυλουπνάκ(ι)δις. Λέει ου Γιώρτς.

   -Μπουρεί νάχου κάνα δυό μήνις παραπάν απ΄τα τριάντα. Απουλουέτι ου Κώτσιους.

   -Υπάρχει τρόπος να βρούμε ακριβώς πόσο χρονών είσαι. Λοιπόν Άσημι; (Α.Σ.Μ.: Αριθμός Στρατολογικού Μητρώου)

   -  άσημι μι λες; Σάματ σι πιάνου απού πθινά κυρ Νάσιου.

   -Εννοώ ποιός είναι ο αριθμός του στρατολογικού σου μητρώου;

   -Δεν δουκιούμι ούτι αριθμό, ούτι καντίπουτα. Τ'αστόσια όλα αυτά.

   -Δεν μπορεί! θά θυμάσαι τουλάχιστον, αν έχεις κλάση; (έχεις κλάσει;).(Κλάση: τό σύνολο τών στρατευμένων το ίδιο έτος)

   -Ναί τ΄χαραή κανά δυό φουρές!Αλλά τι σι μέλλ ισένα τι φτιάνου ιγώ κυρ Νάσιου;

   -Ουρίστε; (Ουρήστε)

   -Άϊντι πάλι!! Δέν κατουριούμι, κατούρτσα τρείς φουρές απ΄ν αγουνία μ ιπιτώρια στού σπίτ.

   -Ε! Αυτό .....δέν έχει σχέση (δέν έχεις χέσει).

   -Πάλι τα ίδια Κυρ Νάσιου! Πήγα τ΄χαραή στου χαλέ στου σπίτ, κι έφτιασα τ΄δλειά μ.

   -Τέλος πάντων! Δέν μπορούμε να συνενοηθούμε, έγώ θέλω καθαρές δουλειές, Δεν πιστεύω να έχεις σχέση; (νά έχεις χέσει;) με καμμιά κοπέλλα;

   -Γιά ανώμαλου μι  πιρνάς Κύρ Νάσιου! Αντρέπουμι μπρουστά σι κόσμου. Στου χαλέ πάντα παϊένου μόναχους, κι στα αμπέλια παϊένου πίσου απ τς βατσνιές κι έχου πάντα του νου μ να μη με γλέπν.
   -Είνι λίγου Λαφρούτσκους κι δεν τα τσακών αγλήγουρα.!Λέει η Λυμπιάδα.

   -Το βλέπω! Αλλά τι να κάνω που τις έχω τέσσερες.

   -Νάσιου δώσι αυτά που χαλεύουμι να σκουλάσ η δλειά κι να δώσουμι τα χέρια.

   -Άκου να σε πω Κυρά Ολυμπία, η Βασιλική μου είναι καλό κορίτσι, καί καλή νοικοκυρά, ξέρει να ζυμώνει, να μαγειρεύει, να πλένει, να πλέκει, να αρμέγει, πηγαίνει γιά νερό στον Γκέλμπις με δυό φτσέλες. Στον αργαλειό δεν την φτάνει καμμία, σέβεται τους μεγαλύτερους, καί κάθε Κυριακή πηγαίνει στην εκκλησία.

   -Πως θα κάμουμι τώρα ρα Νάσιου; Νά ρουτήσουμι κι τ΄Βασίλου, του κουρίτσ μπουρεί να θέλ να τουν πάρ τουν Κώτσιου.

   -Κυρά Ολυμπία δεν αποφασίζει η Βασιλική! Αυτή θα κάνει ότι της πω εγώ.

   -Κι τι λες τώραϊα ρα Νάσιου;

   -Λοιπόν εγώ την Βασιλική σας την δίνω. Από προίκα όμως θα σας δώσω λιγότερα από αυτά που ζητάτε! Σας δίνω έξη στρέματα αμπέλι, δυό στρέμματα στα Ζγκάρμπλα, δυό στην Φτέρη, καί άλλα δυό στο Διακόπ. Πέντε λίρες, τέσσερα γίδια, όλα τα ρούχα της καί όλα τα κλινοσκεπάσματα πού χρειάζονται. Άντε καί το κρεββάτι που ζητάτε· τον κήπο στον Καλβάρ καί το μουλάρι όμως δέν μπορώ να σας το δώσω.

   -Βάλει κάτ παραπάν ρα Νάσιου, να σκουλάσ η δλειά.

   -Μην επιμένετε! Δέν μπορώ να αδικήσω τις άλλες.

   -Βάλει πέντι λίρις ακόμα, να κλείσουμι τ΄δλειά.

   -Ποιός σας είπε ότι ο έγγαμος βίος βασίζεται σε υλικά αγαθά καί είναι στρωμένος με ροδοπέταλα; Τα θεμέλια ενός σπιτιού βασίζονται σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, κατανόηση, αλληλοϋποστήριξη καί προπαντός αλληλοεκτίμηση.

   -Ιίί ..ά ρά! Τί είσι εσύ ρα Νάσιου; Μ΄αντράλιασις!  Αν κι δεν κατάλαβα κι πουλά απ΄αυτά π΄έκρινις τώραϊα, μ΄άρισαν όπους τάπις. Του θκό σ  του κιουφάλ έχ(ει) πουλύ μυαλό! Τα θκά μας είνι κλειδουπίνακα γιουμάτα άχυρου· ιμείς είμιστι ντιπ χαμένα αργάλεια! Τώρα καταλαβαίνου γιατί δέν έρχισι τα βράδια στου καφινείου, διαβάζ(ει)ς αράδα βιβλία στου σπίτ. Λέει ου Γιώρτς.

   -Τι να κάνουμι τώρα ρα Κώτσιου; Να τν πάρουμι τ΄Βασίλου; Λέει η Λυμπιάδα.

   -Να τν΄πάρουμι Θειάκου! Να τν΄ πάρουμι!!

   -Τι ρουτάς τουν Κώτσιου κάψου Λυμπιάδα, αυτός είνι ντίπ χαστρέδκους άπού γναίκα κι δεν γλέπ μπρουστά τ. Θα καμ ότ΄ τουν πούμι ιγώ κι η μάννα τ. Λισσάβου τι λες κι συ μα; Να δώσουμι τα χέρια κι να σμπιθιριάσουμι μι του Νάσιου;

   -Ότ΄πείς ισύ Γιώργ(η).

   -Άϊντι ρα Ζμπέθιρι! Έλα να δώσουμι τα χέρια.

   -Άντε να μας ζήσουν καί να τους χαιρόμαστε.

   -Ζμπέθιρι πάρι του τφέκ(ι) κι ρίξει δέκα τφικιές απ΄του Μπαλκόν να ακούσ όλου του Ζάλοβου κι του ταχιά να του βγάλουμι στου μεϊντάν, να του μάθν όλ(οι).

   - Έτοιμο το έχω συμπέθερε το όπλο,γιατί πίστευα ότι θα συμφωνούσαμε.

   -Τι έπαθις κάψου Κώτσιου; Γιατί γκρίμπιασις κι σφίγγισι έτσ; Σ΄έπιασι σφαϊό;  Ή έχ(ει)ς πουνίδια πθινά; Λέει η Λυμπιάδα.

   -Κατουρήθκα Θειάκου! Τσακίσκα στου κατούρμα....

   Το παραπάνω κείμενο είναι φυσικά προϊόν μυθοπλασίας. Τα ονόματα είναι εντελώς τυχαία, καί απέφυγα να χρησιμοποιήσω επώνυμα γιά να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Γράφτηκε επειδή μ΄ενδιαφέρει η διατήρηση του Ζαλοβίτικου γλωσσικού ιδιώματος καί γιά νά δείξει πώς διαφορετικά γίνεται κατανοητός ο προφορικός λόγος στόν καθένα.

                                          Χρήστος Ζτάλιος

2 σχόλια:

  1. Το πέτυχες μια χαρά. Θυμήθηκα πάρα πολλές λέξεις που έλεγε η μάνα μου και συγκινήθηκα. Φράσεις ολόκληρες. Ακριβώς έτσι τους πρόλαβα να μιλούν οι Ντουτσιώτες όλοι από παιδιά. Όταν πήγαινα στο χωριό μικρός, με έλεγαν Χασιώτη γιατί δεν μπορούσα να μιλήσω τη γλώσσα του χωριού. Η δική μου του κάμπου ήταν πολύ άσχημη, έτσι ένιωθα εκεί πάνω και στεναχωριόμουν πολύ. Ντρεπόμουν και να μιλήσω με τα παιδιά, γιατί με κορόιδευαν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Είχις δεν είχις, τούπις του παραμύθ' !!! Αμ είσι γιρό ζαγάρ' !!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή