ΤΡΙΚΩΜΟ (ΖΑΛΟΒΟ)
ΓΡΕΒΕΝΩΝ
ΤΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ
(Μνήμες από Ζάλοβο)
Γύρω στo 1969-70 στo Ζάλοβο εγκαινιάστηκε περίπτερο στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ιδιοκτήτης του περιπτέρου ο Ηρακλής Βλάμης, λόγω όμως ότι αυτός είχε
πολλές ασχολίες καί επειδή το περίπτερο δεν είχε πολύ δουλειά, το δούλευε ο πατέρας του ο Μπάρμπα Μήτρος (Νταράκος)ο οποίος στην φωτογραφία είναι στην
μέση.
Ο Νταράκος όπως όλοι στο Ζάλοβο ασχολούνταν με λίγο απ΄όλα, λίγα αμπέλια, λίγα
γίδια, τον κήπο του καί άλλα· είχε όμως παράλληλα αναπτύξει καί το επάγγελμα του Δερματέμπορα. Όταν σφάζανε κάποιο γουρούνι ή κάποια γίδα ,ο μπάρμπα Μήτρος
πήγαινε παζάρευε καί έπαιρνε το δέρμα
του ζώου καί γιά αυτό στο μπαλκόνι του πάντα ύπήρχαν κρεμασμένα δέρματα γιά να ξεραθούν καί να τα πουλήσει αργότερα σε κάποιον χονδρέμπορα.
Το περίπτερο λοιπόν είχε, τσίχλες, καραμέλλες, γαριδάκια, σοκολάτες, μπισκότα, τσιγάρα
χύμα καί σέ πακέτα καί απ΄όλα τα ψιλολόγια, χτένες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, πινέζες καί ένα σωρό άλλα.
Θυμάμαι
τον Μπάρμπα Μήτρο πάντα χαμογελαστό όταν πήγαινες να ψωνίσεις κάτι, να ρωτάει
-<<Τι θέλτς πιδούλι μ;>>
Καί αφού του ελεγες τι ήθελες να αγοράσεις, έψαχνε να βρεί σε ποιό ράφι το είχε. Γιά τα ρέστα όμως παιδευότανε να πιάσει τα κέρματα, γιατί τα δάχτυλα του με τα υποτυπώδη νύχια ήταν χτυπημένα μάλλον από δυναμίτη. Είχε το μονοπώλιο των τσιγάρων καί δεν πωλούσε τσιγάρα στους μικρούς. Όταν πήγαινε κάποιος μικρός να τον ξεγελάσει πάντα ρωτούσε γιά ποιόν είναι καί από την μάρκα καταλάβαινε αν του έλεγε αλήθεια ή όχι.
-<<Τι θέλτς πιδούλι μ;>>
Καί αφού του ελεγες τι ήθελες να αγοράσεις, έψαχνε να βρεί σε ποιό ράφι το είχε. Γιά τα ρέστα όμως παιδευότανε να πιάσει τα κέρματα, γιατί τα δάχτυλα του με τα υποτυπώδη νύχια ήταν χτυπημένα μάλλον από δυναμίτη. Είχε το μονοπώλιο των τσιγάρων καί δεν πωλούσε τσιγάρα στους μικρούς. Όταν πήγαινε κάποιος μικρός να τον ξεγελάσει πάντα ρωτούσε γιά ποιόν είναι καί από την μάρκα καταλάβαινε αν του έλεγε αλήθεια ή όχι.
Τις
μέρες που ο καιρός ήταν καλός, ο Μπάρμπα Μήτρος δεν καθότανε μέσα στο περίπτερο, ήταν πάντα έξω από αυτό καί προσπαθούσε να έχει παρέα. Αν όμως δεν
υπήρχε κόσμος στην πλατεία, τότε καθότανε μέσα καί πολλές φορές από την απραξία τον
έπαιρνε ο ύπνος. Αυτό περιμέναμε καί εμείς γιά να τον τρομάξουμε ζητώντας κάτι
από το εμπόρευμα του περιπτέρου, απότομα καί με δυνατή φωνή. Τις κρύες όμως
μέρες του χειμώνα γιά να ζεσταθεί μέσα στο περίπτερο χρησιμοποιούσε γιά
θέρμανση μαγγάλι με κάρβουνα, με αποτέλεσμα μία φορά να τον βρούν λιπόθυμο λόγω
εισπνοής του μονοξειδίου του άνθρακα. Ευτυχώς δέν είχε εκτεθεί πολύ ώρα στο δηλητηριώδες αέριο,καί έτσι γλύτωσε.
Στο περίπτερο ο Μπαρμπα Μήτρος έφερνε καί Τσιχλόφουσκες που μέσα είχαν λαχεία καί
αγοράζοντας μία τσιχλόφουσκα ήσουν υποψήφιος γιά τα δώρα πού είχε η λαχειοφόρος
αγορά. Κάποτε σε μιά τέτοια κλήρωση, το μεγάλο έπαθλο ήταν μιά μεγάλη μπάλα. Τό
συγκεκριμένο έπαθλο τότε γιά τα αγόρια του χωριού ήταν αρκετά ελκυστικό καί γιά
αυτό η πώληση των λαχείων προχωρούσε με γρήγορους ρυθμούς. Στό τέλος έμειναν
μόνο τρία λαχεία καί η μπάλα ακόμη δεν είχε κληρωθεί.Τότε ο Τάκης ο Γιάκος λέει
στον Νταράκο.
-Πάππου
τα αγοράζου ιγώ κι τα τρία λαχεία! Πάρ τσ΄παράδις κι δώμ τα λαχεία κι τν΄μπάλα!
-Πάρτα
πιδούλι μ τα λαχεία κι ανξέτα ιδώϊα μπρουστά!
Ο Τάκης
σίγουρος ότι στα τρία εναπομείναντα λαχεία ήταν καί αυτό της μπάλας δέχθηκε να τα ανοίξει εκεί μπροστά. Πράγματι τα άνοιξε, αλλά μπάλα δεν υπήρχε σε κανένα
λαχείο. Τότε ξέσπασε μία διαμάχη μεταξύ τους γιά την μπάλα, ΟΤάκης απαιτούσε την
μπάλα αλλά ο Νταράκος δεν την έδινε. Η διαμάχη αυτή κράτησε περίπου κανάνα
δεκάλεπτο με τον Νταράκο να είναι ανένδοτος καί έτσι ο Τάκης αποχώρησε. Όμως πώς
νοιώθει ένα δωδεκάχρονο παιδί που πρίν από λίγο είχε σχεδιάσει, ότι σε λίγο θα έπαιζε μονότερμα με τον Στέφανο καί τον Κωσταντή με την καινούργια μπάλλα, αφού ήταν
σίγουρα καί λογικά δική του. Αδικία. Έτσι καί ο Τάκης δέν μπορούσε να το χωνέψει.
Το μεσημέρι ο Μπάρμπα Μήτρος κλείδωσε το περίπτερο καί πήγε γιά το μεσημεριανό
φαγητό καί την σχετική ξεκούραση. Τότε εμφανίστηκε ο Τάκης καί κρατώντας ένα
κουτί σπίρτα πλησίασε στο περίπτερο καί από μία χαραμάδα έριχνε αναμμένα
σπίρτα στο εσωτερικό του περιπτέρου. Στό τρίτο ή τέταρτο σπίρτο όταν βεβαιώθηκε
ότι κάποια γαριδάκια άρχισαν να καίγονται, το έβαλλε στα πόδια καί πήγε καί
κρύφτηκε κάτω στην Χαλκιά.
Ευτυχώς
εκείνη την ώρα περνούσε ο Απόστολος Αποστολίδης (Τόλιος) καί βλέποντας καπνούς
να βγαίνουν από το περίπτερο έδωσε μία κλωτσιά στην πόρτα την άνοιξε καί
κατάφερε να σβήσει την φωτιά. Τον Τάκη τον ψάχνανε μέχρι αργά το βράδυ.
Δυστυχώς
το Ζάλοβο μίκρυνε, οι ηλικιωμένοι φεύγανε χωρίς γυρισμό, οι πιό νέοι παίρνανε
τον δρόμο της ξενιτιάς γιά ένα καλύτερο μέλλον, τα παιδιά στο σχολείο
λιγόστεψαν, με αποτέλεσμα να κλείσει κι αυτό. Έτσι οι πελάτες του μπάρμπα Μήτρου λιγόστεψαν κι αναγκάστηκε να το κλείσει. Αν
θυμάμαι καλά η ζωή του περιπτέρου δεν κράτησε παραπάνω από 4-5 χρόνια.
Χρήστος Ζτάλιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου