Ζαλοβίτικα μασλάτια
(Μνήμες από Ζάλοβο)
Η Δεκάρα
Ηρθε καί η ώρα του φαγητού μετά από τόση κούραση, καί έβγαλαν από τους τρουβάδες τους , ο μέν μπάρμπα Γιάννης ένα κομμάτι τυρί ,ένα κρεμμύδι, λίγο ψωμί, καί γέμισε καί μιά μεγάλη κούπα κρασί από το τουλούμι των δέκα οκάδων, καί άρχισε να τρώει καί να πίνει. Ο μπάρμπα Μήτσιος έβγαλε καί αυτός ψωμί από τον τρουβά του καί ένα μεγάλο κομμάτι σαλάμι,καί άρχισε καί αυτός να τρώει. Τρώγανε με όρεξη. Ο μπάρμπα Μήτσιος έβλεπε με κάποια ζήλεια τον μπάρμπα Γιάννη να πίνει το κρασί του, καί να αναστενάζει από ευχαρίστηση· καί ο μπάρμπα Γιάννης όμως έβλεπε τον συνάδελφό του να τρώει το λαχταριστό σαλάμι.Ό μπάρμπα Μήτσιος δεν άντεξε άλλο, έβγαλε από την τσέπη του μιά ολόκληρη δεκάρα, καί από τον τρουβά του μιά κούπα, καί είπε στον μπάρμπα Γιάννη.
(Μνήμες από Ζάλοβο)
Η Δεκάρα
H παρακάτω ιστορία δεν ξέρω αν είναι αληθινή. Μου την διηγήθηκε κάποιος
παλιός δάσκαλος, λέγοντας ότι διαδραματίστηκε πολύ παλιά.
Πρίν ανακαλύψουν οι άνθρωποι τα μηχανοκίνητα
μέσα μεταφοράς (φορτηγά αυτοκίνητα), οι μεταφορές των εμπορευμάτων από πόλεις σε χωριά, καί το αντίστροφο γίνονταν με διάφορα ζώα σαμαριάρικα. Στα μέρη μας γινόταν
με μουλάρια, τα οποία είχαν μεγαλύτερη αντοχή γιά μακρινά ταξίδια από τα άλογα,καί ήταν πιό βολικά στις δίσβατες περιοχές καί τα μονοπάτια, που συντόμευαν κατά πολύ τις αποστάσεις. Τα άτομα που ασχολιότανε τότε με τις
μεταφορές ήταν οι Κυρατζήδες καί οι Αγωγιάτες. Κυρατζήδες ήταν αυτοί που μετέφεραν δικά τους προϊόντα προς πώληση, καί Αγωγιάτες αυτοί που μετέφεραν
προϊόντα αλλων επί πληρωμή.
Ένας Κυρατζής καί ένας Αγωγιάτης, κάποτε φθάσανε
σε ένα από εκείνα τα σημεία που εθεωρούνταν τότε σταθμοί γιά ξεκούραση. Πρώτος
έφτασε ο μπάρμπα Γιάννης ο οποίος μετέφερε κρασί, με τρια μουλάρια, τα δύο
κανονικά φορτωμένα, καί στο τρίτο είχε φορτώσει μόνο δέκα οκάδες κρασί γιά να μπορεί να ανεβαίνει καβάλα κιόλας, γιατί ο δρόμος ήταν μακρύς καί
κουραστικός. Φθάνοντας ο μπάρμπα Γιάννης σ΄αυτόν τον σταθμό,ξεφόρτωσε τα μουλάρια του, τα πότισε τα πήγε κάτω από κάτι πλατάνια, καί τα έβαλε τους τρουβάδες
με κριθάρι γιά να φάνε, καί κάθησε κι ο ίδιος στον ίσκιο ενός δένδρου γιά να ξεκουραστεί. Σε λίγο έφτασε καί ο μπάρμπα
Μήτσιος, καί αυτός με τρια μουλάρια, εκ των οποίων τα δύο πιό πολύ φορτωμένα με διάφορα πράγματα καί το τρίτο φορτωμένο με δέκα οκάδες σαλάμι, γιά να μπορεί
καί αυτός να ανεβαίνει καβάλλα όταν κουράζεται. Ξεφόρτωσε καί αυτός τα μουλάρια του,
τα πότισε καί τα πήγε στον ίσκιο ενός δένδρου, βάζοντάς τα κριθάρι γιά να φάνε. Κάθισε
καί αυτός κάτω από το ίδιο δένδρο, που καθότανε ο μπαρμπα Γιάννης γιά να ξεκουραστεί, λέγοντας.
-Καλημέρα!!
-Καλημέρα!! Είπε καί ο μπάρμπα Γιάννης καί πιάσανε την κουβέντα. Είπε ο κάθε ένας από που κατάγεται, τι μεταφέρει ,καί ποιός είναι ο προορισμός του, καί έτσι γνωρίστηκαν καλά.
-Καλημέρα!!
-Καλημέρα!! Είπε καί ο μπάρμπα Γιάννης καί πιάσανε την κουβέντα. Είπε ο κάθε ένας από που κατάγεται, τι μεταφέρει ,καί ποιός είναι ο προορισμός του, καί έτσι γνωρίστηκαν καλά.
Ηρθε καί η ώρα του φαγητού μετά από τόση κούραση, καί έβγαλαν από τους τρουβάδες τους , ο μέν μπάρμπα Γιάννης ένα κομμάτι τυρί ,ένα κρεμμύδι, λίγο ψωμί, καί γέμισε καί μιά μεγάλη κούπα κρασί από το τουλούμι των δέκα οκάδων, καί άρχισε να τρώει καί να πίνει. Ο μπάρμπα Μήτσιος έβγαλε καί αυτός ψωμί από τον τρουβά του καί ένα μεγάλο κομμάτι σαλάμι,καί άρχισε καί αυτός να τρώει. Τρώγανε με όρεξη. Ο μπάρμπα Μήτσιος έβλεπε με κάποια ζήλεια τον μπάρμπα Γιάννη να πίνει το κρασί του, καί να αναστενάζει από ευχαρίστηση· καί ο μπάρμπα Γιάννης όμως έβλεπε τον συνάδελφό του να τρώει το λαχταριστό σαλάμι.Ό μπάρμπα Μήτσιος δεν άντεξε άλλο, έβγαλε από την τσέπη του μιά ολόκληρη δεκάρα, καί από τον τρουβά του μιά κούπα, καί είπε στον μπάρμπα Γιάννη.
-Βάλε μου γιά μιά δεκάρα κρασί!
Ο μπάρμπα Γιάννης πήρε την δεκάρα, την έβαλε στην τσέπη του καί γέμισε την κούπα με κρασί, ενώ τα μάτια του δεν έφευγαν από το σαλάμι, μιάς καί το τυρί του τελείωνε, αλλά δεν τραβούσε το κρασί όπως θα τραβούσε το σαλάμι. Βγάζει την ίδια δεκάρα από την τσέπη του καί λέει στον μπάρμπα Μήτσιο.
-Δώσε μου γιά μιά δεκάρα σαλάμι!
Παίρνει ο μπάρμπα Μήτσιος την δεκάρα, καί του δίνει ένα κομμάτι σαλάμι. Η δεκάρα άλλαξε πολλές φορές χέρια, το τουλούμι των δέκα οκάδων τελείωσε,καί το σαλάμι των δέκα οκάδων τελείωσε καί αυτό. Οι δυό αγωγιάτες ήρθαν στο κέφι καί το έριξαν στο χορό καί στο τραγούδι. Δέν τους ένοιαζε ότι η μέρα προχωρούσε, καί ότι είχαν κάποιο προορισμό. Ο λιγοστός κόσμος που περνούσε τους κοιτούσε παράξενα, καί ακόμα καί τα μουλάρια τους ήταν ανήσυχα, γιατί διψούσαν καί δέν είχαν καθήσει άλλη φορά τόση ώρα δεμένα. Αυτοί όμως ήταν στον κόσμο τους, αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, καί αποκαλούσε ο ένας τον άλλον <<αδελφό>>, κάνοντας καί άλλες εκδηλώσεις σαν κι αυτές που κάνουν οι άνθρωποι όταν μιλάει το κρασί.
Ο μπάρμπα Γιάννης πήρε την δεκάρα, την έβαλε στην τσέπη του καί γέμισε την κούπα με κρασί, ενώ τα μάτια του δεν έφευγαν από το σαλάμι, μιάς καί το τυρί του τελείωνε, αλλά δεν τραβούσε το κρασί όπως θα τραβούσε το σαλάμι. Βγάζει την ίδια δεκάρα από την τσέπη του καί λέει στον μπάρμπα Μήτσιο.
-Δώσε μου γιά μιά δεκάρα σαλάμι!
Παίρνει ο μπάρμπα Μήτσιος την δεκάρα, καί του δίνει ένα κομμάτι σαλάμι. Η δεκάρα άλλαξε πολλές φορές χέρια, το τουλούμι των δέκα οκάδων τελείωσε,καί το σαλάμι των δέκα οκάδων τελείωσε καί αυτό. Οι δυό αγωγιάτες ήρθαν στο κέφι καί το έριξαν στο χορό καί στο τραγούδι. Δέν τους ένοιαζε ότι η μέρα προχωρούσε, καί ότι είχαν κάποιο προορισμό. Ο λιγοστός κόσμος που περνούσε τους κοιτούσε παράξενα, καί ακόμα καί τα μουλάρια τους ήταν ανήσυχα, γιατί διψούσαν καί δέν είχαν καθήσει άλλη φορά τόση ώρα δεμένα. Αυτοί όμως ήταν στον κόσμο τους, αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, καί αποκαλούσε ο ένας τον άλλον <<αδελφό>>, κάνοντας καί άλλες εκδηλώσεις σαν κι αυτές που κάνουν οι άνθρωποι όταν μιλάει το κρασί.
Σε λίγο άρχισε να βαραίνει το στομάχι
τους, καί να βουίζει το κεφάλι τους. Κάθε λίγο προσπαθούσαν με κάθε τρόπο στην
διπλανή βατσινιά, να βγάλουν λίγο κρασί καί σαλάμι από το στομάχι τους γιά να ξαλαφρώσουν. Έτσι έχασαν ξαφνικά το κέφι τους, τα πόδια τους δέν τους κρατούσαν
άλλο, καί έγειραν καί αποκοιμήθηκαν, επάνω στις πραμμάτειες τους ροχαλίζοντας. Ξύπνησαν
όταν ξημέρωσε, καί αφού κατά την διάρκεια της νύχτας κάνανε συχνές επισκέψεις
προς την βατσινιά, κάνοντας οχτάρια. Πήγαν καί βάλανε τα κεφάλια τους κάτω από
την βρύση γιά να συνέλθουν, καί τότε συνειδητοποίησαν ποιοί είναι, καί ποιός
είναι ο προορισμός τους. Τά μουλάρια όταν τους είδαν άρχισαν να χλιμιντρίζουν
από την πείνα καί την δίψα,καί αυτοί με σκυμένα κεφάλια τα έδωσαν να φάνε καί
τα πότισαν. Ύστερα άκεφα-άκεφα τα φόρτωσαν, ανέβηκαν καβάλα στα δυό μουλάρια που δεν ήταν φορτωμένα καί ξεκίνησαν γιά τον
προορισμό τους, υποσχόμενοι να μην πουν τίποτα σε κανένα, καί ότι η φιλία τους θα συνεχιστεί.
Προχωρούσαν καβάλλα άκεφοι,καί τους
αποσχολούσε ένα πρόβλημα που δεν μπορούσαν να βρούν τήν λύση, πως με μιά δεκάρα
φάγανε δέκα οκάδες σαλάμι, καί ήπιανε δέκα οκάδες κρασί;
Χρήστος Ζτάλιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου