.

.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Τα παντοπωλεία στο Τρίκωμο, γράφει ο Χρήστος Ζτάλιος.

ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΑ  ΣΤΟ  ΤΡΙΚΩΜΟ
(μνήμες από Ζάλοβο)

Παντοπωλεία : Kαταστήματα που πωλούν τρόφιμα καί μικροπράγματα γιά το σπίτι.
     Στό Ζάλοβο την δεκαετία του 60 είχαμε δύο παντοπωλεία. Μαγαζιά τα λέγαμε εμείς στο χωριό. Το πάνω μαγαζί του Κωσταντή, το οποίο στεγαζόταν στο ισόγειο του σπιτιού του Ποράβα, ακριβώς πίσω από τον πλάτανο της πλατείας. Καί το κάτω μαγαζί του Βασίλη, το οποίο ήταν εκεί πού είναι η σημερινή ταβέρνα του Ράπτη.
    Οι δύο Μαγαζιάρηδες σαν χαρακτήρες ήταν εντελώς αντίθετοι. Ο Κωσταντής οικονόμος ,υπολόγιζε το κάθε τι, πραγματικός έμπορος. Ο Βασίλης μάλλον δεν έκανε γιά αυτό το επάγγελμα.   Καί γιά να καταλάβετε τι εννοώ ,θα σας διηγηθώ δυό περιστατικά:

    Όταν πήγαινε κάποιος στον Κωσταντή γιά να αγοράσει  κάτι ασήμαντο, αυτός τον εξυπηρετούσε κάπως απρόθυμα λόγω μικρού κέρδους.

      -<<Ωώώ!Κουσταντή! Μ΄έστειλι ή μάννα μ κι μ΄είπι να μι δώσς γιά ένα πενηντόλιφτου λιμόντουζου κι να του γράψσς!>>· τότε ο Κωσταντής απαντούσε ως εξής:
      -<< Μ'τώρα, Μ'τώρα!  Δέν έφιρις καί του γουμάρ νά του φορτώσουμι, να βάλουμι κι πανουσάμαρα, τρανό  του φουρτιό!,Μμμ! Θά χουρτάσουμι παράδις!>>

     Στο κάτω μαγαζί σπάνια θα έβρισκες τον Βασίλη στον πάγκο του μαγαζιού· σχεδόν πάντα ήταν παραμέσα στο καφενείο καί ως συνήθως θα έπαιζε χαρτιά ή τάβλι. Κάτι τέτοιες ώρες διάλεγε ο φίλος μου ο Γιώργος γιά να αγοράσει στραγάλια. Πλησίαζε στο τραπέζι που έπαιζε ο Βασίλης καί του έλεγε:
     -<<Ωώ Βασίλ! Θέλου να μι δώσς γιά ένα διπλό (δίφραγκο)  μπιμπίλια>> .Πού να σηκωθεί ό Βασίλης καί να διακόψει το παιχνίδι. Μόνο του έλεγε:

     -<< Άσι του διπλό ιδώϊα κι σύρι πάρι μόναχους κι φύγι!>>.
     Άλλο που δεν ήθελε ο Γιώργος, πήγαινε γέμιζε όλες τις τσέπες του στραγάλια καί έδινε καί σε μας. Καί τα δύο μαγαζιά είχαν τα ίδια εμπορεύματα. Στό μόνο πού υπερτερούσε ο Κωσταντής ήταν ότι είχε καταφέρει να πάρει αυτός το ένα καί μοναδικό τηλέφωνο του χωριού. Τηλέφωνο με μανιβέλα με το οποίο προσπαθούσε να συνδεθεί με Γρεβενά φωνάζοντας συνέχεια :<<Κέντρου! Έλα κέντρου!>> .Κατά τα άλλα θα έβρισκες σχεδόν τα πάντα στα μαγαζιά τους. Μπότες λαστιχένιες ως το γόνατο γιά τον χειμώνα, λαστιχένια παπούτσια απ΄αυτά τα βαριά που πλήγωναν τα πόδια καί μύριζαν άσχημα το καλοκαίρι, καρφιά, πέταλα,γιά το καλίγωμα των γαϊδουριών, βελόνες καί τσιγκελάκια γιά πλέξιμο, φωτιστικό πετρέλαιο γιά τις γκαζόλαμπες καί τα φανάρια, λαμπογιάλια καί φυτίλια γιά αυτά, τσιγάρα χύμα καί σε πακέτα. 
Σχολικά είδη, πλαστελίνες, μολύβια, τετράδια, σβήστρες, μέχρι καί κείνη τήν πλάκα μέ τό κοντύλι πού χρησιμοποιύσαμε στήν πρώτη Δημοτικού. Από φαγώσιμα μόνο αυτά που άντεχαν στην πολυκαιρία  μιά καί τα ψυγεία δέν είχαν κάνει ακόμη την εμφάνιση τους. Ζαχαρωτά είχαν απ΄όλα τα καλούδια, καραμέλλες,μαστίχες, σοκολάτες.
     Όμως καί τότε υπήρχε κρίση καί μάλιστα μόνιμη καί γιά αυτό το μπακαλοδεύτερο καί των δύο ήταν γεμάτο. Καί τους ξοφλούσαν όταν πωλούσαν την σοδειά τους.
     Τα χρόνια πέρασαν οι μεγαλύτεροι πήραν  τον δρόμο γιά την τελευταία τους κατοικία·αρκετοί μικρότεροι πήραν τον δρόμο της ξενητιάς καί έτσι το Ζάλοβο μίκρυνε. Μεροκάματο δέν έβγαινε πλέον.Ο Βασίλης πούλησε το μαγαζί στον Ζτάλιο τον Γιώργη καί έφυγε στην Αμερική.Ο Κωσταντής το κράτησε μέχρι τα γεράματά  του καί μετά το έδωσε στον Χρήστο τον Ράπτη.
 Χρήστος Ζτάλιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου