(Μνήμες
από Ζάλοβο)
Θέλει περίπου
μία ώρα γιά να ξημερώσει. Στην πλατεία του χωριού επικρατεί απόλυτη ησυχία,
μόνο τα τριζόνια συνεχίζουν να ακούγονται σαν μικρά ρολογάκια. Τό φεγγάρι στα τελευταία του προσπαθεί να φέξει το Ζάλοβο με όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει
ακόμη. Η ησυχία αυτή όμωςδιακόπτεται από την βοή
αυτοκινήτου·καί να, φώτα ξεχωρίζουν πέρα από τον Άη
Θανάση. Είναι ο Νάσιος ο Παράσχος με το υποτυπώδες λεωφορείο του,το οποίο
διασχίζει την πλατεία καί περνώντας από τον μισό κάτω μαχαλά κατευθύνεται προς
Μοναχίτι γιά την παραλαβή των πρώτων επιβατών. Ησυχία πάλι στην πλατεία, η οποία γίνεται διαφορετική,τα τριζόνια λές καί μείνανε από μπαταρία σταματάνε
σταδιακά να ακούγονται καί δίνουν την θέση τους στα πρώτα κοκόρια τα οποία
συναγωνίζονται μεταξύ τους γιά το δυνατότερο λάλημα.
Βήματα
ακούγονται καί μιά σιλουέτα ξεπροβάλλει από τον δρόμο του κάτω μαχαλά. Είναι ο μπάρμπα Γιάννης καί οδηγεί το μουλάρι του κρατώντας το απ΄το καπίστρι ενώ το έχει φορτωμένο μ΄ένα τσεκούρι, μία τσάπα, καί δύο φτσέλες. Πρίν ακόμη φτάσει στο ύψος του Δημοτικού σχολείου εμφανίζονται καί άλλες σιλουέτες από
τους δύο δρόμους της πλατείας καί
συναντιούνται σχεδόν στο κέντρο της. Είναι δύο ζευγάρια με τα γαϊδουράκια τους
φορτωμένα με τους τρουβάδες τους, μερικές φτσέλες καί τα απαραίτητα αγροτικά
εργαλεία.
-Εέ! Καλημέρα, καλώς κάμτι! Γιά που τουβαλέτι σήμιρα; Ρωτάει ο πρώτος άνδρας.
-Καλημέρα, καλά είμιστι! Ισείς πάλι; Σ΄καλογρά πάμι! Ισείς γιά που;
-Σ΄πανόπλ, μας απόμκει λίγου απ΄ταϊχτέ κι θάρρουμ του σκολνούμι αγλήγουρα
σήμιρα! Είπε πάλι ό πρώτος άνδρας.
Τα βήματά τους καί οι κουβέντες τους
έσβησαν στο σχολείο όπου καί χώρισαν οι δρόμοι τους. Η ησυχία παίρνει πάλι την
θέση της στην πλατεία καί διακόπτεται
μόνο από το λάλημα των κοκοριών. Τό φεγγάρι παραδίδει την εξουσία του στον ήλιο ό οποίος αρχίζει να ροδίζει μεταξύ Αυγότοπου
καί Κηπουργιού. Με την ανατολή του ήλιου η πλατεία αρχίζει να δέχεται αρκετό κόσμο. Είναι
οι Ζαλοβίτες που θα πάνε σήμερα στο παζάρι των Γρεβενών, ενώ τα δύο μαγαζιά
ανοίγουν.
Η βοή
του λεωφορείου ακούγεται τώρα από τον κάτω μαχαλά καί σε λίγο κάνει την
εμφάνιση του μισογεμάτο. Οι Ζαλοβίτες
σηκώνονται από τα πεζούλια της πλατείας καί ετοιμάζονται γιά την επιβίβαση
καί το φόρτωμα των αποσκευών τους. Ένας
δεκάχρονος πλησιάζει την μάννα του η οποία ετοιμάζεται ν΄ανέβει καί αυτή στο λεωφορείο καί τραβώντας την από το φόρεμα της της λέει:
-Τήρα να μην αστοχήσς κι δε μι πάρτς τα λάστιχα π΄σ'είπα! Νά είνι απ΄αυτά που τανούν κι δε σταματούν!
-Καλά
πιδίμ! Θα στα πάρου, σύρι τώρα να ιτοιμαστείς γιά του σκουλειό ! Είπε ή μάννα του.Ο καϋμένος ο Χρηστάκης περίμενε μερικούς μήνες να κατέβει ή μάννα του
στα Γρεβενά γιά να της παραγγείλει τα λάστιχα γιά την σφεντόνα του.
Το λεωφορείο φορτωμένο χάνεται στο βάθος του δρόμου σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης
στο χαλοκοστρωμένο κεντρικό δρόμο που οδηγεί στα Γρεβενά καί μαζί με αυτό καί η
φασαρία που επικρατούσε κατά την φόρτωσή του. Όχι γιά πολύ όμως, γιατί σε λίγο
ακόυγονται ήχοι κυπριών είναι τα γίδια του κάτω μαχαλά που κάνουν την
εμφάνιση τους καθοδηγούμενα από τους δύο τσοπάνηδες που φωνάζουν:
-Αούα! Πού παέν ρα γαμότ!!!
Καί αυτά
χάνονται σιγά σιγά αφού έχουν πάρει το δρόμο που οδηγεί προς τον κάμπο τον
Μέγα. Ο ήλιος έχει περάσει μιά αξιάλα πάνω από το Αυγότοπο φωτίζοντας γιά τα καλά το Ζάλοβο. Η πλατεία δεν λέει ακόμη να ησυχάσει καί τα παιδιά του σχολείου
κρατώντας τις σάκκες τους τραβάνε προς
τα εκεί. Σε λίγο το προαύλιο του σχολείου γεμίζει από καμμιά πενηνταριά παιδιά
καί η φασαρία μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι μετατίθεται εκεί. Αφού έγινε η πρωϊνή προσευχή τα παιδιά μπαίνουν στην κάτω αίθουσα καί
αρχίζει το μάθημα, το οποίο σταματάει κάθε σαράντα πέντε λεπτά γιά διάλειμμα
γεμίζοντας το προαύλιο με φωνές.
Έχει
πάει μεσημέρι, ο ήλιος έχει ξεπεράσει το καμπαναριό και ο Δάσκαλος αφού αναθέτει σε έναν μαθητή καί μιά μαθήτρια την απαγγελία του Πάτερ ημών καί του Πιστεύω γιά
την αυριανή λειτουργία, δίνει εντολή να χτυπήσει το κουδούνι οριστικά γιά σήμερα καί μάλιστα Σάββατο σήμερα το απόγευμα δεν έχει σχολείο. Με το χτύπημα του κουδουνιού τα παιδιά βγαίνουν στο προαύλιο καί παίρνουν το δρόμο προς το σπίτι της Πελαγίας στο οποίο ένα μεγάλο
δωμάτιο εχει διαμορφωθεί σε τραπεζαρία με ξύλινους πάγκους καί ξύλινα μεγάλα
τραπέζια. Εκεί σήμερα θά φάνε τηγανιτά ψάρια σε αλουμινένια πιάτα τηγανισμένα
από την τότε μαγείρισσα κυρά Πανάγιω,(πληγούρι είχαμε κάθε παρασκευή καί στους περισσότερους δεν άρεσε).
Ο ήλιος σταθερός στην πορεία του λες καί έχει πάρει εντολή από
τον ουρανό να μην χαρίζεται σε κανέναν έχει φθάσει πάνω από την βρύση του Καλβάρη. Η βοή του λεωφορείου ακούγεται πάλι από τον κεντρικό δρόμο καί το λεωφορείο σταματάει στην πλατεία. Η αποβίβαση αρχίζει, αυτοί πού κάθονταν στο πίσω μέρος κατεβαίνουν πρώτοι καί αρχίζουν να τινάζουν την σκόνη που έχει κατακαθήσει
επάνω τους. Ο Χρηστάκης τρέχει αμέσως καί
με μεγάλη αγωνία ρωτάει την μάννα του:
-Τι έκαμις μα! Μι πήρις τα λάστιχα;
-Ούι! Πιδίμ δε μπόρισα ! Γίνκει κατακλυσμός σιακάτ, πνίχκει κόσμος, πνίχκαν μπλάρια!Δέ λές πώς
γλυτουσάμι! Απάντησε αυτή με την γνωστή δικαιολογία.
Ο Χρηστάκης στενοχωρέθηκε βέβαια γιά τα λάστιχα
αλλά χάρηκε που γλύτωσε η μάννα του. Η πλατεία αδειάζει το λεωφορείο φεύγει γιά
Μοναχίτι καί αυτοί που ήρθαν από Γρεβενά βοηθούμενοι από άλλους ξεκινάνε γιά
τα σπίτια τους.
Ο ήλιος
κουρασμένος καί αυτός από το ολοήμερο ταξίδι ακουμπάει την κορυφογραμμή δίπλα
στην πέτρα του Ζιάννη. Αυτοί που είχαν πάει στα αμπέλια τους επιστρέφουν στο χωριό με φρέσκο νερό στις φτσέλες τους
καί λίγα ζιέβρα πανωσάμαρα. Τα γίδια επιστρέφουν καί αυτά ενώ τα κουδουνίσματα
καί τα βελάσματα πλημμυρίζουν το χωριό.
Η
πλατεία αδειάζει, τα παιδιά πηγαίνουν στα σπίτια τους γιά το λούσιμο του Σαββάτου καί να είναι καθαροί γιά την
αυριανή λειτουργία. Στα καφενεία το Λούξ ανάβει, οι άνδρες καταφτάνουν γιά τάβλι, 66 καί καμμιά ξερή.
Ο Χρηστάκης μετά το λούσιμο πέφτει στο κρεββάτι
του, Ο Μορφέας γρήγορα τον αγκαλιάζει
καί μάλιστα σήμερα είναι πολύ γενναιόδωρος μαζί του καί του χαρίζει το καλύτερο
όνειρο. Είναι λέει στις μουριές του Μητράκη καί έχει αποδεκατίσει τα σπουργίτια αφού έχει φτιάξει την
καλύτερη σφεντόνα με τα καλύτερα λάστιχα. Το φεγγάρι ξεπροβάλλει ντροπαλά καί τα τριζόνια αρχίζουν πάλι σαν μικρά ρολόγια να ακούγονται στην πλατεία.....
Χρήστος
Ζτάλιος
ωραίο ....ωραίες θύμισες
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαιρό είχα να διαβάσω κείμενο σου ,υπέροχο όπως τότε!
ΑπάντησηΔιαγραφή