ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ
Μνήμες από το Ζάλοβο
Η διαβίωση σ’έναν τόπο δημιουργεί βιώματα στον καθένα,αναμνήσεις που με κάθε ευκαιρία και πολλές φορές συνειρμικά ανακαλούνται στην μνήμη. H ανάκληση αυτή μας γεμίζει νοσταλγία και αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση για τα χρόνια που πέρασαν ανεπιστρεπτί. Πάντως ένα είναι σίγουρο, τα σχολικά μας χρόνια είναι και θα είναι ένα μεγάλο κομμάτι από την ζωή μας που ούτε ξεχνιέται, ούτε ξεπερνιέται, ούτε σβήνεται, απλά το ζείς και το θυμάσαι για πάντα. Τα παιδικά μου χρόνια στην δεκαετία του εξήντα, και μέχρι την ηλικία των δώδεκα χρόνων τα έζησα στο Ζάλοβο. Φυσικά εκεί τελείωσα το δημοτικό σχολείο·οι μνήμες μου είναι πάρα πολλές παρ’όλο που οι συνθήκες δεν ήταν και οι καλύτερες.
Το σχολείο μας ένα ισόγειο μεγάλο πετρόκτιστο κτίριο με ξύλινα κουφώματα, αποτελείτο από δύο αίθουσες διδασκαλίας, ένα διάδρομο κάτι σαν χώλ και το γραφείο του Δασκάλου. Επειδή όμως ήταν σε κατηφορικό μέρος, κάτω από την κάτω αίθουσα υπήρχε και υπόγειο που χρησίμευε σαν αποθηκευτικός χώρος. Μπροστά από την επάνω αίθουσα υπήρχε κήπος περιφραγμένος με κέδρινο πλοκό και στο κάτω όμως μέρος και μπροστά από τον υπόγειο χώρο, υπήρχε μεγαλύτερος κήπος χωρισμένος σε παραλληλόγραμα σχήματα,γεμάτα λουλούδια τα οποία τα πρόσεχαν οι μαθητές της πέμπτης και έκτης τάξης. Στό προαύλιο το οποίο δεν ήταν περιφραγμένο, υπήρχαν δένδρα κατά μήκος των προστατευτικών κικλιδωμάτων που χώριζαν τον ανισόπεδο χώρο και τα είχαν φυτέψει μεγαλύτεροι μαθητές. Οι δύο αίθουσες ήταν και είναι ψηλοτάβανες και αρκετά ευρύχωρες. Το σύνολο των μαθητών ήταν τότε περίπου 50, είχαμε έναν Δάσκαλο και χρησιμοποιούσαμε μόνο μία αίθουσα. Τους τοίχους της διδακτικής αίθουσας κοσμούσαν οι βλοσυρές εικόνες του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Ρήγα Φεραίου, του Μιαούλη, της Μπουμπουλίνας και χάρτες κυρίως της Ελλάδας, ενώ σε μιά άκρη κοντά στον Μαυροπίνακα και πάνω σε ένα τραπέζι ήταν η υδρόγειος σφαίρα μαζί με όργανα γεωμετρίας και δίπλα τους τα μεγάλα αριθμητήρια με μπίλιες για τους μαθητές της πρώτης τάξης. Από την άλλη πλευρά του μαυροπίνακα υπήρχε η έδρα του Δάσκαλου με μιά καρέκλα και πάνω στην έδρα σε περίοπτη θέση υπήρχε μιά βίτσα από κρανιά που αντικαταστάθηκε αργότερα από χάρακα. Απέναντι από την έδρα ήταν τα θρανία,που μοιάζανε περισσότερο με παγκάκια σε σκούρο πράσινο χρώμα, τοποθετημένα σε τέσσερες σειρές το ένα πίσω από το άλλο και ανάμεσά τους υπήρχε ο σχετικός διάδρομος, που διευκόλυνε την είσοδο και έξοδο των μαθητών απ’αυτά. Στήν μέση της αίθουσας ύπήρχε η μεγάλη ξυλόσομπα,που όταν θύμωνε κάπνιζε·και θύμωνε πολύ συχνά.
Στην πρώτη τάξη θυμάμαι ότι δεν ήθελα να πάω σχολείο,και με πήγε η γιαγιά μου η οποία με πήρε γκαλγκούτσια (στις πλάτες της). Και όταν την δεύτερη μέρα με ξύπνησαν το πρωΐ για να ξαναπάω τους είπα ότι είχα πάει χθές,(νομίζοντας ότι είχα ξεμπερδέψει) μη γνωρίζοντας τότε ότι πρέπει να πηγαίνουμε κάθε μέρα και ότι ακόμη αυτό θα συνεχιζόταν μέχρι τα είκοσι μου χρόνια. Στην πρώτη τάξη χρησιμοποιούσαμε πλαστελίνη για να μάθουμε να σχηματίζουμε τα πρώτα γράμματα,ενώ τα χέρια μας μύριζαν πετρέλαιο·ακολούθησε η πλάκα με το κονδύλι,και στην Δευτέρα τάξη χρησιμοποιούσαμε σβήστρες, μολύβια και γράφαμε σε τετράδια. Οί τσάντες μας ήταν χειροποίητες υφαντές (τρουβάδες), ή πάνινες, ή κάποιο μαξιλάρι κομμένο. Στίς πρώτες τάξεις μαθαίναμε γραφή,ανάγνωση,αριθμητική και στις μεγαλύτερες γραμματική, ιστορία, θρησκευτικά, χειροτεχνία, έκθεση, γεωγραφία, ωδική, αγωγή του πολίτη, φυσική, χημεία, γεωμετρία·επίσης θυμάμαι ότι φτιάχναμε χάρτες με τους νομούς της Ελλάδος,και τους χρωματίζαμε. Βέβαια δεν λείπανε και τα ευτράπελα κατά την ώρα του μαθήματος,όπως θυμάμαι χαρακτηριστικά μία φορά όταν ο Δάσκαλος ρώτησε τι σημαίνει η λέξη Τέττιξ (Τζίτζικας). Ο Χρήστος ενθουσιασμένος σήκωσε το χέρι φωνάζοντας το γνωστό <<Εγώ Κύριε>> ενώ δίπλα του ο Νίκος τον παρακαλούσε νά του πεί την ένοια της λέξης για να σηκώσει και αυτός χέρι·όμως ο Χρήστος αρνιότανε πεισματικά να του πει. Και όταν ο Δάσκαλος είπε <<Πες μας Χρηστάκη τι θα πει Τέττιξ >>αυτός απάντησε <<Τενεκές κύριε!!!>> Και τότε πήρε την απάντηση από τον Δάσκαλο <<Τενεκές είσαι και φαίνεσαι!!>>. Ορισμένα μαθήματα γινόντουσαν μαζί για δύο τάξεις, Τρίτη και Τετάρτη τάξη μαζί, Πέμπτη και έκτη μαζί και έτσι τα παιδιά της πέμπτης προχωρούσαν πιό μπροστά όταν ο Δάσκαλος έκανε μάθημα στην έκτη και όταν έκανε μάθημα στην πέμπτη τα παιδιά της έκτης έκαναν κάτι σαν επανάληψη, ενώ οι μικρότερες τάξεις ασχολιότανε τότε με την αντιγραφή και γενικά με την προετοιμασία της επόμενης μέρας.
Καθαρίστρια στο σχολείο δεν υπήρχε, δύο κορίτσια από την έκτη τάξη αναλάμβαναν το σκούπισμα της αίθουσας μετά το τέλος των μαθημάτων τα απογεύματα, και ένας μαθητής πάλι από την έκτη τάξη αναλάμβανε τα καθήκοντα του επιμελητή που ήταν να ανοίγει το σχολείο το πρωΐ, να ανάβει την σόμπα και να χτυπάει το κουδούνι·και κάθε εβδομάδα αναλάμβαναν άλλα παιδιά αυτούς τους ρόλους. Πηγαίναμε στο σχολείο από το πρωΐ μέχρι το μεσημέρι και άλλες δύο ώρες το απόγευμα, εκτός από το απόγευμα του Σαββάτου. Στις πρώτες τάξεις πηγαίναμε πολύ νωρίς, για να προλάβουμε να πιούμε το ζεστό και πολλές φορές τσικνωμένο γάλα σκόνη και να φάμε το πολύ νόστιμο κίτρινο τυρί που μας δίνανε·αυτό όμως άλλαξε αργότερα και έγινε μεσημεριανό φαγητό στην κατάλληλα διαμορφωμένη τραπεζαρία σε κοντινό σπίτι. Μετά από το πρωϊνό γάλα ο επιμελητής χτυπούσε το κουδούνι,στοιχιζόμασταν λέγαμε την πρωϊνή προσευχή και μπαίναμε στην αίθουσα όπου άρχιζε το μάθημα. Στά διαλλείματα εμείς τα αγόρια φτιάχναμε στα γρήγορα ομάδες και παίζαμε ποδόσφαιρο, εκτός αν είχαμε κάποιο δύσκολο μάθημα την επόμενη ώρα και χρειαζόταν επανάληψη·ενώ τα κορίτσια και ιδίως τα μεγαλύτερα πιασμένα αγκαζέ κάνανε βόλτες στο προαύλιο του σχολείου. Κατά την διάρκεια της χρονιάς είχαμε διαγωνίσματα και παίρναμε ελέγχους και στο τέλος της χρονιάς τα παιδιά της έκτης τάξης γράφανε εξετάσεις για να πάρουν το απολυτήριο, ενώ οι υπόλοιποι και όσοι δεν μένανε στην ίδια τάξη παίρνανε το ενδεικτικό που είχε αναρτημένο τον βαθμό του καθενός καθώς και την διαγωγή που σχεδόν πάντα ήταν κοσμιωτάτη και πολύ σπάνια κοσμία. Οι γονείς μας ήξεραν μόνο τα στοιχειώδη γράμματα και δεν μπορούσαν να μας βοηθήσουν ιδίως στις μεγαλύτερες τάξεις. Οι Δάσκαλοι τότε μας βάζανε διάφορες τιμωρίες,όταν δεν ξέραμε τα μαθήματα ή κάναμε διάφορες αταξίες. Οι τιμωρίες ήταν στις πρώτες τάξεις το χτύπημα της βίτσας στην παλάμη, αργότερα το χτύπημα στην παλάμη γινόταν με χάρακα, και αν ασυναίσθητα το παιδί τραβούσε το χέρι τα χτυπήματα μεγαλώνανε· άλλη τιμωρία ήταν η ακινησία στο ένα πόδι(κουτσό) με το πρόσωπο προς τον τοίχο. Πιό παλιά οι Δάσκαλοι έκλειναν τα αδιάβαστα παιδιά μέσα στην αίθουσα για όλο το μεσημεριανό μεγάλο διάλειμμα και πολλές μητέρες κουβαλούσαν αδιαμαρτύρητα φαγητό από το σπίτι και το έδιναν στα παιδιά από τα παράθυρα.
Φοβόμασταν και ντρεπόμασταν τον Δάσκαλο και αποφεύγαμε τα βράδια να περνάμε από την πλατεία αν ο Δάσκαλος ήταν εκεί. Στις εθνικές γιορτές και κυρίως τήν 25η Μαρτίου ο Δάσκαλος ανέθετε στα μικρότερα παιδιά διάφορα ποιήματα, ενώ στους μαθητές της πέμπτης και έκτης τάξης ανέθετε ολόκληρη θεατρική παράσταση εθνικού περιεχομένου. Τότε το άγχος ήταν μεγάλο γιατί την παράσταση την παρακολουθούσε όλο το χωριό και προσέχαμε να μην κάνουμε κάποιο λάθος, φωνάζαμε δε αρκετά δυνατά για να ακουγόμαστε σ’όλη την αίθουσα. Εγώ μιά φορά που είχα τέτοιο ρόλο θυμάμαι ότι έλεγα τα λόγια, αλλά δεν γνώριζα την φωνή μου,τόσο δυνατά φώναζα! Θυμάμαι επίσης ότι για ένα διάστημα κάναμε λαμπαδηφορίες για ορισμένα εθνικά θέματα (Βόρειος Ήπειρος-Κυπριακό), ήταν ένας τρόπος ειρηνικής διαμαρτυρίας. Τα παιδιά τότε υπό την καθοδήγηση του Δάσκαλου και των μεγαλυτέρων συγκεντρωνόμασταν στο σχολείο τα βράδια και από εκεί ξεκινούσαμε μια πορεία μέσα στο χωριό τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια και κρατώντας στα χέρια μας ο κάθε ένας ένα κονταράκι που πάνω του ήταν καρφωμένο ένα κονσερβοκούτι με στάχτη γεμάτη πετρέλαιο, το οποίο το είχαμε αναμμένο και φροντίζαμε να ανεβούμε στο πιό ψηλό μέρος του χωριού τον καταφύκη για να γίνουμε ορατοί από τα γύρω χωριά.
Εκδρομές κάναμε συχνά,πάντα με πεζοπορία συνήθως τον μήνα Μάϊο· και ήταν δύο ειδών, οι ξαφνικές όταν ο καιρός ήταν καλός και γινόταν στο εξωκκλήσι του Αγίου Αθανασίου και οι προγραματισμένες ολοήμερες που μερικές φορές γινόταν με την συμμετοχή και άλλων χωριών. Στις προγραμματισμένες εκδρομές άδειαζαν τα ράφια των δύο παντοπωλείων από τις κονσέρβες σαρδέλας, που είχε τότε θυμάμαι 4,5 δραχμές η μία. Ετοιμάζαμε ένα μικρό παγούρι για νερό και ένα μικρό καλαθάκι που μέσα είχε το απαραίτητο ψωμί, λίγα στραγάλια, λίγα καρύδια, ένα κομμάτι πίττα και φυσικά την κονσέρβα. Δύο τέτοιες εκδρομές δεν πρόκειται να σβήσουν από το μυαλό μου. Η μία ότανπήγαινα στην πρώτη τάξη και η οποία έγινε στο Γυφτοπήγαδο, που είναι ένας χώρος λίγο έξω από το χωριό Παλαιοχώρι, όπου είχαμε συγκεντρωθεί πέντε χωριά. Σπήλαιο, Ζιάκας, Παλαιοχώρι, Κοσμάτι, Παρόριο και φυσικά το Ζάλοβο. Εκεί για πρώτη φορά κατάλαβα ότι το Ζάλοβο δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Είχαμε συγκεντρωθεί γύρω στα 250 παιδιά εκ των οποίων τα διακόσια μου ήταν εντελώς άγνωστα. Εκεί θυμάμαι είδαμε με τον Γιώργο τον Παπακώστα κάποιο παιδί από τον Ζιάκα το οποίο είχε πολύ μεγάλη κοιλιά, πρησμένη θα έλεγα και όταν το ρωτήσαμε γιατί ήταν έτσι; Και τι είχε πάθει; Μας απάντησε με πολύ σοβαρό ύφος ότι είχε σκαπετίσει (καταπιεί) ένα κλειδί·(εμείς τότε παιδιά εφτά χρονών το πιστέψαμε,αλλά αναρωτιόμασταν μόνο πως τα κατάφερε και κατάπιε κλειδί εκείνης της εποχής,τα οποία τότε ήταν σε μήκος 15 περίπου εκατοστά). Η δεύτερη εκδρομή ήταν και η πιό επεισοδιακή και ήταν η ημερήσια προγραμματισμένη εκδρομή στον μύλο του Ψάργια. Ξεκινήσαμε λοιπόν κάποιο πρωϊνό του Μαΐου με τα πόδια και με τα καλαθάκια στα χέρια και τραγουδώντας το γνωστό τραγούδι <<Ο Μάϊος μας έφτασε εμπρός βήμα ταχύ...>>.Μόλις περάσαμε το αυγότοπο ο Βασίλης ο Τζιώρας, ο οποίος προπορευότανε σκάλωσε στην ρίζα ενός κέδρου και βρέθηκε φαρδύς πλατύς κάτω,τα δε πράγματα από το καλλάθι σκορπίστηκαν σε ακτίνα δέκα μέτρων·μας πήρε κάνα δεκάλεπτο να συνεφέρουμε τον Βασιλάρα και να μαζέψουμε τα διασκορπισμένα στραγάλια του. Συνεχίσαμε την πορεία μας περάσαμε το γεφύρι του Αζίζ Αγά και τότε ο Δάσκαλος μας είπε να κάνουμε ένα διάλλειμα για ξεκούραση στην κοίτη του ποταμού. Κάποιο παιδί άρχισε να μαζεύει λεπτά πετραδάκια και να τα πετάει από χαμηλή θέση στο ποτάμι για να κάνουν τα γνωστά αναπηδήματα. Οι υπόλοιποι βλέποντας αυτό το ωραίο θέαμα θελήσαμε να τον μιμηθούμε και αρχίσαμε να ψάχνουμε για τα κατάλληλα πετραδάκια να τα πετάμε στο ποτάμι. Ο Δάσκαλος βλέποντας όλο αυτό το πράγμα άρχισε να μας παρατηρεί και να μας λέει να προσέχουμε. Εμείς όμως κοιτούσαμε ποιός θα κάνει τις πιό πολλές αναπηδήσεις με την πέτρα του πάνω στο ποτάμι. Σε μιά δική μου βολή πως βρέθηκε μπροστά μου ο Σάκης ο παπακώστας ούτε που το κατάλαβα·το μόνο πού συνειδητοποίησα ήταν ότι ο Σάκης έπιανε το κεφάλι του, χοροπηδούσε και φώναζε <<Ωχ ωχ>> ενώ τρέχανε αίματα από το κεφάλι του. Ο Δάσκαλος αφού φρόντισε το τραύμα του Σάκη και αφού του έφτιαξε ένα πρόχειρο σαρίκι, ρώτησε να μάθει ποιός ήταν ο δράστης. Αυτό ήταν πολύ εύκολο, το μαρτυρούσε άλλωστε η δική μου η στάση, αλλά σέ τέτοιες περιπτώσεις πάντα υπάρχουν τα παιδιά που θέλουν από μόνα τους να μαρτυρήσουν σηκώνοντας τον δείκτη του χεριού τους και φωνάζοντας το γνωστό <<Κύριε,κύριε>>. Ήταν από τις λίγες φορές που με χτύπησε ο Δάσκαλος, αν και αυτή την φορά δεν με ένοιαζε αυτό μιάς και ανησυχούσα για το τραύμα του Σάκη, εξάλλου ο Δάσκαλος είχε την ευθύνη περίπου 50 παιδιών. Συνεχίσαμε την πορεία μας μέχρι τον Μύλο,όπου φτάσαμε μετά από ένα εικοσάλεπτο περίπου και εκεί αφού μας έγινε ή καθορισμένη περιήγηση στον χώρο του μύλου το ρίξαμε στο παχνίδι. Φυσικά ποδόσφαιρο τα αγόρια, χωρισμένα σε Πανωμαχαλιώτες και κατωμαχαλιώτες και τα κορίτσια τα δικά τους παιχνίδια. Παίζοντας ποδόσφαιρο ξαφνικά η μπάλα έπεσε μέσα στο μυλοαύλακο το οποίο ήταν ορμητικό και τότε ο Θύμιος Τσακνάκης βούτηξε με τα ρούχα και την έβγαλε έξω, με αποτέλεσμα πάλι να ακούσουμε τις φωνές του Δάσκαλου και το κλίμα να βαρύνει αρκετά. Τελικά συνεχίσαμε τα παιχνίδια κάπως μουδιασμένα αφού τίποτε δεν πήγαινε καλά και κατά το μεσημέρι καθήσαμε κάτω από τον ίσκιο των δέντρων για να φάμε την περιβόητη κονσέρβα σαρδέλα, στρώνοντας ο καθένας το δικό του μεσάλι. Ακολούθησε καμμιά ώρα ξεκούραση, ξανά κανά δίωρο παιχνίδι και μετά ακούστηκε ή σφυρίχτρα του Δάσκαλου,που σήμαινε ότι έπρεπε να συγκεντρωθούμε και να ετοιμαστούμε για τον γυρισμό.
Αφού έγινε η συγκέντρωση και δηλώσαμε όλοι παρόντες, άρχισε η πεζοπορία για την επιστροφή στο Τρίκωμο. Περάσαμε το γεφύρι και ανεβήκαμε γύρω-γύρω ακριβώς στο επάνω μέρος του γκρεμού, που είναι ακριβώς πάνω από το γεφύρι·όπου και κάναμε κάποιο διάλλειμα και εμείς τα αγόρια τό στρώσαμε πάλι στο ποδόσφαιρο. Εκεί η μπάλα κάποια στιγμή πήγαινε προς τον γκρεμό και πίσω της έτρεχε με φόρα ο Κώστας Δασκαλόπουλος για να την πιάσει, δεν την πρόλαβε, ευτυχώς όμως πρόλαβε και σταμάτησε ο ίδιος ακριβώς στο χείλος τού γκρεμού. Την μπάλα μας την έφερε την άλλη μέρα ο Μπάρμπα Μήτρος ο Περιπτεράς.
Στο τέλος κάθε χρονιάς γινόταν γιορτή όπου λέγαμε διάφορα ποιήματα και επίσης γινόταν οι γυμναστικές επιδείξεις, στο προαύλιο του σχολείου όπου μαζευότανε όλο το χωριό για να παρακουλουθήσει διάφορους αγώνες που κάναμε,όπως τις τσουβαλοδρομίες, τρέξιμο, τριπλούν, απλούν, άλμα εις μήκος, άλμα εις ύψος και το περπάτημα με το κουτάλι στο στόμα προτεταμένο και το αυγό πάνω σ΄αυτό.
Τελειώνοντας αυτή την περιγραφή των σχολικών χρόνων αισθάνομαι την ανάγκη να πω ένα μεγάλο<< Ευχαριστώ>> στους δύο δασκάλους που είχα στα σχολικά μου χρόνια στο δημοτικό. Για τήν μετάδοση γνώσεων και για την συμβολή τους στην διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Στον κύριο Χουλιαρά που τον είχα Δάσκαλο στην Πρώτη και Δευτέρα τάξη και ιδιαίτερα στον κύριο Βάϊο Κανναβό που ήταν Δάσκαλος μου στις υπόλοιπες τάξεις. Και επίσης να εκφράσω την λύπη μου για τον ξαφνικό χαμό ενός συμμαθητή του Βασίλη του Τζιώρα,του γνωστού Βασιλάρα.
Χρήστος Ζτάλιος
Το σχολείο μας ένα ισόγειο μεγάλο πετρόκτιστο κτίριο με ξύλινα κουφώματα, αποτελείτο από δύο αίθουσες διδασκαλίας, ένα διάδρομο κάτι σαν χώλ και το γραφείο του Δασκάλου. Επειδή όμως ήταν σε κατηφορικό μέρος, κάτω από την κάτω αίθουσα υπήρχε και υπόγειο που χρησίμευε σαν αποθηκευτικός χώρος. Μπροστά από την επάνω αίθουσα υπήρχε κήπος περιφραγμένος με κέδρινο πλοκό και στο κάτω όμως μέρος και μπροστά από τον υπόγειο χώρο, υπήρχε μεγαλύτερος κήπος χωρισμένος σε παραλληλόγραμα σχήματα,γεμάτα λουλούδια τα οποία τα πρόσεχαν οι μαθητές της πέμπτης και έκτης τάξης. Στό προαύλιο το οποίο δεν ήταν περιφραγμένο, υπήρχαν δένδρα κατά μήκος των προστατευτικών κικλιδωμάτων που χώριζαν τον ανισόπεδο χώρο και τα είχαν φυτέψει μεγαλύτεροι μαθητές. Οι δύο αίθουσες ήταν και είναι ψηλοτάβανες και αρκετά ευρύχωρες. Το σύνολο των μαθητών ήταν τότε περίπου 50, είχαμε έναν Δάσκαλο και χρησιμοποιούσαμε μόνο μία αίθουσα. Τους τοίχους της διδακτικής αίθουσας κοσμούσαν οι βλοσυρές εικόνες του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Ρήγα Φεραίου, του Μιαούλη, της Μπουμπουλίνας και χάρτες κυρίως της Ελλάδας, ενώ σε μιά άκρη κοντά στον Μαυροπίνακα και πάνω σε ένα τραπέζι ήταν η υδρόγειος σφαίρα μαζί με όργανα γεωμετρίας και δίπλα τους τα μεγάλα αριθμητήρια με μπίλιες για τους μαθητές της πρώτης τάξης. Από την άλλη πλευρά του μαυροπίνακα υπήρχε η έδρα του Δάσκαλου με μιά καρέκλα και πάνω στην έδρα σε περίοπτη θέση υπήρχε μιά βίτσα από κρανιά που αντικαταστάθηκε αργότερα από χάρακα. Απέναντι από την έδρα ήταν τα θρανία,που μοιάζανε περισσότερο με παγκάκια σε σκούρο πράσινο χρώμα, τοποθετημένα σε τέσσερες σειρές το ένα πίσω από το άλλο και ανάμεσά τους υπήρχε ο σχετικός διάδρομος, που διευκόλυνε την είσοδο και έξοδο των μαθητών απ’αυτά. Στήν μέση της αίθουσας ύπήρχε η μεγάλη ξυλόσομπα,που όταν θύμωνε κάπνιζε·και θύμωνε πολύ συχνά.
Στην πρώτη τάξη θυμάμαι ότι δεν ήθελα να πάω σχολείο,και με πήγε η γιαγιά μου η οποία με πήρε γκαλγκούτσια (στις πλάτες της). Και όταν την δεύτερη μέρα με ξύπνησαν το πρωΐ για να ξαναπάω τους είπα ότι είχα πάει χθές,(νομίζοντας ότι είχα ξεμπερδέψει) μη γνωρίζοντας τότε ότι πρέπει να πηγαίνουμε κάθε μέρα και ότι ακόμη αυτό θα συνεχιζόταν μέχρι τα είκοσι μου χρόνια. Στην πρώτη τάξη χρησιμοποιούσαμε πλαστελίνη για να μάθουμε να σχηματίζουμε τα πρώτα γράμματα,ενώ τα χέρια μας μύριζαν πετρέλαιο·ακολούθησε η πλάκα με το κονδύλι,και στην Δευτέρα τάξη χρησιμοποιούσαμε σβήστρες, μολύβια και γράφαμε σε τετράδια. Οί τσάντες μας ήταν χειροποίητες υφαντές (τρουβάδες), ή πάνινες, ή κάποιο μαξιλάρι κομμένο. Στίς πρώτες τάξεις μαθαίναμε γραφή,ανάγνωση,αριθμητική και στις μεγαλύτερες γραμματική, ιστορία, θρησκευτικά, χειροτεχνία, έκθεση, γεωγραφία, ωδική, αγωγή του πολίτη, φυσική, χημεία, γεωμετρία·επίσης θυμάμαι ότι φτιάχναμε χάρτες με τους νομούς της Ελλάδος,και τους χρωματίζαμε. Βέβαια δεν λείπανε και τα ευτράπελα κατά την ώρα του μαθήματος,όπως θυμάμαι χαρακτηριστικά μία φορά όταν ο Δάσκαλος ρώτησε τι σημαίνει η λέξη Τέττιξ (Τζίτζικας). Ο Χρήστος ενθουσιασμένος σήκωσε το χέρι φωνάζοντας το γνωστό <<Εγώ Κύριε>> ενώ δίπλα του ο Νίκος τον παρακαλούσε νά του πεί την ένοια της λέξης για να σηκώσει και αυτός χέρι·όμως ο Χρήστος αρνιότανε πεισματικά να του πει. Και όταν ο Δάσκαλος είπε <<Πες μας Χρηστάκη τι θα πει Τέττιξ >>αυτός απάντησε <<Τενεκές κύριε!!!>> Και τότε πήρε την απάντηση από τον Δάσκαλο <<Τενεκές είσαι και φαίνεσαι!!>>. Ορισμένα μαθήματα γινόντουσαν μαζί για δύο τάξεις, Τρίτη και Τετάρτη τάξη μαζί, Πέμπτη και έκτη μαζί και έτσι τα παιδιά της πέμπτης προχωρούσαν πιό μπροστά όταν ο Δάσκαλος έκανε μάθημα στην έκτη και όταν έκανε μάθημα στην πέμπτη τα παιδιά της έκτης έκαναν κάτι σαν επανάληψη, ενώ οι μικρότερες τάξεις ασχολιότανε τότε με την αντιγραφή και γενικά με την προετοιμασία της επόμενης μέρας.
Καθαρίστρια στο σχολείο δεν υπήρχε, δύο κορίτσια από την έκτη τάξη αναλάμβαναν το σκούπισμα της αίθουσας μετά το τέλος των μαθημάτων τα απογεύματα, και ένας μαθητής πάλι από την έκτη τάξη αναλάμβανε τα καθήκοντα του επιμελητή που ήταν να ανοίγει το σχολείο το πρωΐ, να ανάβει την σόμπα και να χτυπάει το κουδούνι·και κάθε εβδομάδα αναλάμβαναν άλλα παιδιά αυτούς τους ρόλους. Πηγαίναμε στο σχολείο από το πρωΐ μέχρι το μεσημέρι και άλλες δύο ώρες το απόγευμα, εκτός από το απόγευμα του Σαββάτου. Στις πρώτες τάξεις πηγαίναμε πολύ νωρίς, για να προλάβουμε να πιούμε το ζεστό και πολλές φορές τσικνωμένο γάλα σκόνη και να φάμε το πολύ νόστιμο κίτρινο τυρί που μας δίνανε·αυτό όμως άλλαξε αργότερα και έγινε μεσημεριανό φαγητό στην κατάλληλα διαμορφωμένη τραπεζαρία σε κοντινό σπίτι. Μετά από το πρωϊνό γάλα ο επιμελητής χτυπούσε το κουδούνι,στοιχιζόμασταν λέγαμε την πρωϊνή προσευχή και μπαίναμε στην αίθουσα όπου άρχιζε το μάθημα. Στά διαλλείματα εμείς τα αγόρια φτιάχναμε στα γρήγορα ομάδες και παίζαμε ποδόσφαιρο, εκτός αν είχαμε κάποιο δύσκολο μάθημα την επόμενη ώρα και χρειαζόταν επανάληψη·ενώ τα κορίτσια και ιδίως τα μεγαλύτερα πιασμένα αγκαζέ κάνανε βόλτες στο προαύλιο του σχολείου. Κατά την διάρκεια της χρονιάς είχαμε διαγωνίσματα και παίρναμε ελέγχους και στο τέλος της χρονιάς τα παιδιά της έκτης τάξης γράφανε εξετάσεις για να πάρουν το απολυτήριο, ενώ οι υπόλοιποι και όσοι δεν μένανε στην ίδια τάξη παίρνανε το ενδεικτικό που είχε αναρτημένο τον βαθμό του καθενός καθώς και την διαγωγή που σχεδόν πάντα ήταν κοσμιωτάτη και πολύ σπάνια κοσμία. Οι γονείς μας ήξεραν μόνο τα στοιχειώδη γράμματα και δεν μπορούσαν να μας βοηθήσουν ιδίως στις μεγαλύτερες τάξεις. Οι Δάσκαλοι τότε μας βάζανε διάφορες τιμωρίες,όταν δεν ξέραμε τα μαθήματα ή κάναμε διάφορες αταξίες. Οι τιμωρίες ήταν στις πρώτες τάξεις το χτύπημα της βίτσας στην παλάμη, αργότερα το χτύπημα στην παλάμη γινόταν με χάρακα, και αν ασυναίσθητα το παιδί τραβούσε το χέρι τα χτυπήματα μεγαλώνανε· άλλη τιμωρία ήταν η ακινησία στο ένα πόδι(κουτσό) με το πρόσωπο προς τον τοίχο. Πιό παλιά οι Δάσκαλοι έκλειναν τα αδιάβαστα παιδιά μέσα στην αίθουσα για όλο το μεσημεριανό μεγάλο διάλειμμα και πολλές μητέρες κουβαλούσαν αδιαμαρτύρητα φαγητό από το σπίτι και το έδιναν στα παιδιά από τα παράθυρα.
Φοβόμασταν και ντρεπόμασταν τον Δάσκαλο και αποφεύγαμε τα βράδια να περνάμε από την πλατεία αν ο Δάσκαλος ήταν εκεί. Στις εθνικές γιορτές και κυρίως τήν 25η Μαρτίου ο Δάσκαλος ανέθετε στα μικρότερα παιδιά διάφορα ποιήματα, ενώ στους μαθητές της πέμπτης και έκτης τάξης ανέθετε ολόκληρη θεατρική παράσταση εθνικού περιεχομένου. Τότε το άγχος ήταν μεγάλο γιατί την παράσταση την παρακολουθούσε όλο το χωριό και προσέχαμε να μην κάνουμε κάποιο λάθος, φωνάζαμε δε αρκετά δυνατά για να ακουγόμαστε σ’όλη την αίθουσα. Εγώ μιά φορά που είχα τέτοιο ρόλο θυμάμαι ότι έλεγα τα λόγια, αλλά δεν γνώριζα την φωνή μου,τόσο δυνατά φώναζα! Θυμάμαι επίσης ότι για ένα διάστημα κάναμε λαμπαδηφορίες για ορισμένα εθνικά θέματα (Βόρειος Ήπειρος-Κυπριακό), ήταν ένας τρόπος ειρηνικής διαμαρτυρίας. Τα παιδιά τότε υπό την καθοδήγηση του Δάσκαλου και των μεγαλυτέρων συγκεντρωνόμασταν στο σχολείο τα βράδια και από εκεί ξεκινούσαμε μια πορεία μέσα στο χωριό τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια και κρατώντας στα χέρια μας ο κάθε ένας ένα κονταράκι που πάνω του ήταν καρφωμένο ένα κονσερβοκούτι με στάχτη γεμάτη πετρέλαιο, το οποίο το είχαμε αναμμένο και φροντίζαμε να ανεβούμε στο πιό ψηλό μέρος του χωριού τον καταφύκη για να γίνουμε ορατοί από τα γύρω χωριά.
Εκδρομές κάναμε συχνά,πάντα με πεζοπορία συνήθως τον μήνα Μάϊο· και ήταν δύο ειδών, οι ξαφνικές όταν ο καιρός ήταν καλός και γινόταν στο εξωκκλήσι του Αγίου Αθανασίου και οι προγραματισμένες ολοήμερες που μερικές φορές γινόταν με την συμμετοχή και άλλων χωριών. Στις προγραμματισμένες εκδρομές άδειαζαν τα ράφια των δύο παντοπωλείων από τις κονσέρβες σαρδέλας, που είχε τότε θυμάμαι 4,5 δραχμές η μία. Ετοιμάζαμε ένα μικρό παγούρι για νερό και ένα μικρό καλαθάκι που μέσα είχε το απαραίτητο ψωμί, λίγα στραγάλια, λίγα καρύδια, ένα κομμάτι πίττα και φυσικά την κονσέρβα. Δύο τέτοιες εκδρομές δεν πρόκειται να σβήσουν από το μυαλό μου. Η μία ότανπήγαινα στην πρώτη τάξη και η οποία έγινε στο Γυφτοπήγαδο, που είναι ένας χώρος λίγο έξω από το χωριό Παλαιοχώρι, όπου είχαμε συγκεντρωθεί πέντε χωριά. Σπήλαιο, Ζιάκας, Παλαιοχώρι, Κοσμάτι, Παρόριο και φυσικά το Ζάλοβο. Εκεί για πρώτη φορά κατάλαβα ότι το Ζάλοβο δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Είχαμε συγκεντρωθεί γύρω στα 250 παιδιά εκ των οποίων τα διακόσια μου ήταν εντελώς άγνωστα. Εκεί θυμάμαι είδαμε με τον Γιώργο τον Παπακώστα κάποιο παιδί από τον Ζιάκα το οποίο είχε πολύ μεγάλη κοιλιά, πρησμένη θα έλεγα και όταν το ρωτήσαμε γιατί ήταν έτσι; Και τι είχε πάθει; Μας απάντησε με πολύ σοβαρό ύφος ότι είχε σκαπετίσει (καταπιεί) ένα κλειδί·(εμείς τότε παιδιά εφτά χρονών το πιστέψαμε,αλλά αναρωτιόμασταν μόνο πως τα κατάφερε και κατάπιε κλειδί εκείνης της εποχής,τα οποία τότε ήταν σε μήκος 15 περίπου εκατοστά). Η δεύτερη εκδρομή ήταν και η πιό επεισοδιακή και ήταν η ημερήσια προγραμματισμένη εκδρομή στον μύλο του Ψάργια. Ξεκινήσαμε λοιπόν κάποιο πρωϊνό του Μαΐου με τα πόδια και με τα καλαθάκια στα χέρια και τραγουδώντας το γνωστό τραγούδι <<Ο Μάϊος μας έφτασε εμπρός βήμα ταχύ...>>.Μόλις περάσαμε το αυγότοπο ο Βασίλης ο Τζιώρας, ο οποίος προπορευότανε σκάλωσε στην ρίζα ενός κέδρου και βρέθηκε φαρδύς πλατύς κάτω,τα δε πράγματα από το καλλάθι σκορπίστηκαν σε ακτίνα δέκα μέτρων·μας πήρε κάνα δεκάλεπτο να συνεφέρουμε τον Βασιλάρα και να μαζέψουμε τα διασκορπισμένα στραγάλια του. Συνεχίσαμε την πορεία μας περάσαμε το γεφύρι του Αζίζ Αγά και τότε ο Δάσκαλος μας είπε να κάνουμε ένα διάλλειμα για ξεκούραση στην κοίτη του ποταμού. Κάποιο παιδί άρχισε να μαζεύει λεπτά πετραδάκια και να τα πετάει από χαμηλή θέση στο ποτάμι για να κάνουν τα γνωστά αναπηδήματα. Οι υπόλοιποι βλέποντας αυτό το ωραίο θέαμα θελήσαμε να τον μιμηθούμε και αρχίσαμε να ψάχνουμε για τα κατάλληλα πετραδάκια να τα πετάμε στο ποτάμι. Ο Δάσκαλος βλέποντας όλο αυτό το πράγμα άρχισε να μας παρατηρεί και να μας λέει να προσέχουμε. Εμείς όμως κοιτούσαμε ποιός θα κάνει τις πιό πολλές αναπηδήσεις με την πέτρα του πάνω στο ποτάμι. Σε μιά δική μου βολή πως βρέθηκε μπροστά μου ο Σάκης ο παπακώστας ούτε που το κατάλαβα·το μόνο πού συνειδητοποίησα ήταν ότι ο Σάκης έπιανε το κεφάλι του, χοροπηδούσε και φώναζε <<Ωχ ωχ>> ενώ τρέχανε αίματα από το κεφάλι του. Ο Δάσκαλος αφού φρόντισε το τραύμα του Σάκη και αφού του έφτιαξε ένα πρόχειρο σαρίκι, ρώτησε να μάθει ποιός ήταν ο δράστης. Αυτό ήταν πολύ εύκολο, το μαρτυρούσε άλλωστε η δική μου η στάση, αλλά σέ τέτοιες περιπτώσεις πάντα υπάρχουν τα παιδιά που θέλουν από μόνα τους να μαρτυρήσουν σηκώνοντας τον δείκτη του χεριού τους και φωνάζοντας το γνωστό <<Κύριε,κύριε>>. Ήταν από τις λίγες φορές που με χτύπησε ο Δάσκαλος, αν και αυτή την φορά δεν με ένοιαζε αυτό μιάς και ανησυχούσα για το τραύμα του Σάκη, εξάλλου ο Δάσκαλος είχε την ευθύνη περίπου 50 παιδιών. Συνεχίσαμε την πορεία μας μέχρι τον Μύλο,όπου φτάσαμε μετά από ένα εικοσάλεπτο περίπου και εκεί αφού μας έγινε ή καθορισμένη περιήγηση στον χώρο του μύλου το ρίξαμε στο παχνίδι. Φυσικά ποδόσφαιρο τα αγόρια, χωρισμένα σε Πανωμαχαλιώτες και κατωμαχαλιώτες και τα κορίτσια τα δικά τους παιχνίδια. Παίζοντας ποδόσφαιρο ξαφνικά η μπάλα έπεσε μέσα στο μυλοαύλακο το οποίο ήταν ορμητικό και τότε ο Θύμιος Τσακνάκης βούτηξε με τα ρούχα και την έβγαλε έξω, με αποτέλεσμα πάλι να ακούσουμε τις φωνές του Δάσκαλου και το κλίμα να βαρύνει αρκετά. Τελικά συνεχίσαμε τα παιχνίδια κάπως μουδιασμένα αφού τίποτε δεν πήγαινε καλά και κατά το μεσημέρι καθήσαμε κάτω από τον ίσκιο των δέντρων για να φάμε την περιβόητη κονσέρβα σαρδέλα, στρώνοντας ο καθένας το δικό του μεσάλι. Ακολούθησε καμμιά ώρα ξεκούραση, ξανά κανά δίωρο παιχνίδι και μετά ακούστηκε ή σφυρίχτρα του Δάσκαλου,που σήμαινε ότι έπρεπε να συγκεντρωθούμε και να ετοιμαστούμε για τον γυρισμό.
Αφού έγινε η συγκέντρωση και δηλώσαμε όλοι παρόντες, άρχισε η πεζοπορία για την επιστροφή στο Τρίκωμο. Περάσαμε το γεφύρι και ανεβήκαμε γύρω-γύρω ακριβώς στο επάνω μέρος του γκρεμού, που είναι ακριβώς πάνω από το γεφύρι·όπου και κάναμε κάποιο διάλλειμα και εμείς τα αγόρια τό στρώσαμε πάλι στο ποδόσφαιρο. Εκεί η μπάλα κάποια στιγμή πήγαινε προς τον γκρεμό και πίσω της έτρεχε με φόρα ο Κώστας Δασκαλόπουλος για να την πιάσει, δεν την πρόλαβε, ευτυχώς όμως πρόλαβε και σταμάτησε ο ίδιος ακριβώς στο χείλος τού γκρεμού. Την μπάλα μας την έφερε την άλλη μέρα ο Μπάρμπα Μήτρος ο Περιπτεράς.
Στο τέλος κάθε χρονιάς γινόταν γιορτή όπου λέγαμε διάφορα ποιήματα και επίσης γινόταν οι γυμναστικές επιδείξεις, στο προαύλιο του σχολείου όπου μαζευότανε όλο το χωριό για να παρακουλουθήσει διάφορους αγώνες που κάναμε,όπως τις τσουβαλοδρομίες, τρέξιμο, τριπλούν, απλούν, άλμα εις μήκος, άλμα εις ύψος και το περπάτημα με το κουτάλι στο στόμα προτεταμένο και το αυγό πάνω σ΄αυτό.
Τελειώνοντας αυτή την περιγραφή των σχολικών χρόνων αισθάνομαι την ανάγκη να πω ένα μεγάλο<< Ευχαριστώ>> στους δύο δασκάλους που είχα στα σχολικά μου χρόνια στο δημοτικό. Για τήν μετάδοση γνώσεων και για την συμβολή τους στην διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Στον κύριο Χουλιαρά που τον είχα Δάσκαλο στην Πρώτη και Δευτέρα τάξη και ιδιαίτερα στον κύριο Βάϊο Κανναβό που ήταν Δάσκαλος μου στις υπόλοιπες τάξεις. Και επίσης να εκφράσω την λύπη μου για τον ξαφνικό χαμό ενός συμμαθητή του Βασίλη του Τζιώρα,του γνωστού Βασιλάρα.
Χρήστος Ζτάλιος
Τι ωραίες αναμνήσεις σκαλίζεις βρε Χρήστο.Λίγο πολύ τα ίδια συνέβαιναν εκείνα τα χρόνια σ'όλα τα σχολειά της επαρχίας.Την δεκαετία δε του 50 που όλη η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της λόγω του πολέμου και του εμφυλιου τα πραγματα ήταν δύσκολα.Αλλά σήμερα ξαναζωντάνεψες αναμνήσεις τόσο όμορφες που ανεξιτηλες θα μας συνοδεύουν σ''ολη μας τη ζωή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρηστο στο Ζάλοβο εκανε κανα δυο χρόνια ο πατερας μου σα δασκαλος πρεπει να ηταν απ το 50 μεχρι το 55 η περιοδος που ηταν δασκαλος ....τοτε δεν υπηρχαν πολλοι και οσοι ειχαν τελειωσει γυμνασιο τους εβαζαν για να συμπληρωσουν οπου μπορουσαν ..τον πατερα μου τον ελεγαν Παναγιώτη Μαρκοπουλο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρήστο μεγάλη ή Ευλογία Σου νά Ζήσεις αυτήν τήν Μοναδική Αγνότητα στό Χρονολόγιο τής Χαρισματικής Κοινότητας Μας τό Ζάλοβο !!! Πόσα αναπολώ από τήν Ζωηρή παρουσία μου σέ όλες τίς Διακοπές μου στό Πατρικό τής Μάνας Μου. Ακόμη εξιστορούν τά "κατωρθόματά" μας... .χαχαχα χα
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχη συγγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφή