Ζαλοβίτικα Μασλάτια no.3
(Μνήμες από Ζάλοβο)
Ό Αγροκούμπανος
Το μασλάτι που ακολουθεί είναι
αληθινό, έγινε περίπου το 1969 καί μου το διηγήθηκε ο φίλος μου Γιώργος. Στο Ζάλοβο τότε τα παιδιά παίζαμε με διάφορα παιχνίδια,ένα από αυτά ήταν καί τα λάστιχα (σφεντόνα),με τα οποία κυνηγούσαμε σπουργίτια καί κάναμε σκοποβολή.
Ο Γιώργος λοιπόν με τον πατέρα του καί την μάννα του, κάποιο απόγευμα μαζέψανε κεράσια από την
κερασιά τους γεμίζοντας σχεδόν δύο γαλλίκια·με σκοπό την επομένη το πρωΐ να ξεκινήσουν γιά κάποιο χωριό όχι καί τόσο κοντά στο δικό μας,όπου ο πατέρας του Γιώργου είχε αρκετές γνωριμίες ,γιά να πωλήσουν τα κεράσια τους.
Αφού ξημέρωσε φόρτωσαν τα γαλλίκια στο μουλάρι καί ξεκίνησαν, γιά το εμπορικό
τους ταξίδι. Ο πατέρας του προχωρούσε μπροστά τραβώντας από το καπίστρι το μουλάρι,
καί ακολουθούσε ο δεκατριάχρονος τότε Γιώργος με τα λάστιχα στα χέρια
,σημαδεύοντας καί ρίχνοντας σε όποιο πουλί έβλεπε. Μετά από δυόμισυ ώρες πορείας
καί αφού φτάσανε σε κάποια βρύση,ο πατέρας του θεώρησε καλό να κάνουν μία στάση
γιά ξεκούραση,καί ξεφόρτωσε το μουλάρι, το πότισε, καί το άφησε ελεύθερο να βοσκήσει
εκεί δίπλα. Ο ίδιος ξάπλωσε στον ίσκιο ενός δένδρου γιά λίγη ξεκούραση,ενώ ο Γιώργος συνέχισε να ρίχνει σε ότι κινιόταν ή πετούσε. Εκεί δίπλα ήταν καί ο κορμός ενός ξεραμένου δένδρου,στο οποίο υπήρχαν αρκετές τρύπες καί στις οποίες μπαινόβγαιναν
αγροκούμπανοι (Αγροκούμπανος:έντομο που μοιάζει με μέλισσα,μόνο που είναι σχεδόν
τρείς φορές μεγαλύτερος καί κατάμαυρος).
Ο Γιώργος συνέχισε την ασχολία
του με τα λάστιχα·ελλείψει όμως υποψηφίων θυμάτων,άρχισε να σημαδεύει τους αγροκούμπανους
καί να ρίχνει προς το πεσμένο δένδρο. Ο πατέρας του βλέποντας την ενέργεια αυτή
του Γιώργου καί συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο,άρχισε να του λέει.
<<-Γιώργου!!!Μη πιδίμ,κάτσι καλά,αυτά τσιμπούν πουλύ γιρά.>>
<< -Μη φουβάσι πατέρα,ξέρου
καλό σ'μάδ(ι).>>Καί συνέχισε νά ρίχνει.
<<-Μή Γιώργου !! Κάτσι
καλά θά πάθουμι κάνα χατά.>>
<< -Μη φουβάσι πατέρα!!
Είμι πιτχάνους τέσσιρις τσιόνις βάρισα ιχτέ στς μουριές τ΄ Μητράκ(η).>>(Πιτχάνους:αυτός
πού πετυχαίνει,ό εύστοχος) · καί συνέχισε να ρίχνει.
<< -Μη!!! Σι λέου
πιδίμ,θα πάθουμι κάνα ζαράλ(ι).>>
Καί έριξε γιά τελευταία
φορά. Καί τότε έγινε ο χαμός,οι αγροκούμπανοι κάνανε επίθεση καί ο Γιώργος
τράπηκε σε άτακτη φυγή. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τον πατέρα του ο οποίος ήταν
ξαπλωμένος,καί δεν πρόλαβε να αποφύγει το τσίμπημα ενός εξ΄αυτών λίγο κάτω από
το μάτι.Το τι επακολούθησε ο Γιώργος δεν ήθελε να το θυμάται. Ο πατέρας του
έτριβε το μέρος όπου τον τσίμπησε ο αγροκούμπανος καί φώναζε πρός το μέρος του.
<<-Παλιουπαίδ!! Δέν
μ΄άκσις τι σίλιγα τόσην ώρα!! Τήρα τώρα τι μ΄ έφτιασις,σι λίγου δεν θα είμι γιά
κόσμου,θα γέν του μάτι μ΄τούμπανους!! Πως θα πλήσουμι τα κιράσια;>>
Παρ΄όλα αυτά,μετά από κανένα
μισάωρο ο πατέρας του φόρτωσε τα γαλλίκια με τα κεράσια,καί άρχισαν την
πεζοπορία πρός το χωριό,με τον Γιώργο να ακολουθεί με κατεβασμένο το κεφάλι καί
σε κάποια απόσταση, κρύβοντας τα λάστιχα. Όταν φτάσανε στο χωριό το μάτι του πατέρα του είχε κλείσει. Εκεί δέχτηκε τις
υποτυπώδεις πρώτες βοήθειες από κάποιους γνωστούς του,καί αφού ξεπουλήσανε
σχετικά γρήγορα πήρανε τον δρόμο της επιστροφής στην διάρκεια της οποίας ο Γιώργος δεν τόλμησε να βγάλλει τα λάστιχα από την τσέπη του.
Χρήστος Ζτάλιος
ναι τα θυμαμαι νταβανια τα λεγαμε εμεις μαυρα και μεγαλα σαν χρυσομυγες αλλα ηστ=υχα αμα δεν τα πειραζες.....
ΑπάντησηΔιαγραφή