.

.

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Ζαλοβίτικα Μασλάτια. Νο. 13 "ο Δασικός", γράφειο ο Χρ. Ζτάλιος

 Μασλάτι Νο.13 ο Δασικός.
   (Μνήμες από Ζάλοβο)
   
      Ο Παππούς Χαρίσης ήταν το πειραχτήρι του   χωριούΤου άρεσε να πειράζει όλους τους χωριανούς και μάλιστα να κάνει φάρσες σε όλους. Και τι δεν έκανε,από επιγραφές σε εξώπορτες σπιτιών όπου έγραφε τις νύχτες και ξυπνώντας οι χωριανοί  το πρωΐ έβλεπαν στις εξώπορτες  τους άλλος, Εστιατόριο,άλλος πατσατζίδικο καί ότι μαγαζί  μπορούσε να φαντασθεί κανείς. Μέχρι και τον πεθαμένο έκανε μιά φορά μπαίνοντας μέσα στο φέρετρο και πετάχτηκε τρομάζοντας όλους αυτούς που τον κλαίγανε. Δεν υπήρχε φάρσα που να μην την είχε κάνει.
   Όλοι θέλανε να τον βάλλουνε στήν θέση του κάνοντας και σ΄αυτόν μιά γερή φάρσα· και η ευκαιρία δέν άργησε να έρθει ένα καλοκαίρι που κάποιος από το χωριό, έκανε γαμπρό στήν κόρη του κάποιον άγνωστο ο οποίος  σπούδαζε  υποκριτική. Συνεννοήθηκαν λοιπόν ο καινούργιος γαμπρός να έπαιζε τον ρόλο του Δασικού και νά έγραφε τον παππού Χαρίση γιά παράνομη ξύλευση.
    Και έτσι ένα πρωΐ αφού είδανε τον Παππού Χαρίση νά πηγαίνει γιά ξύλα, στείλανε τον δήθεν Δασικό να παίξει τον ρόλο του δυό χιλιόμετρα πριν την είσοδο του χωριού. Ο Χαρίσης αφού έκοψε τα ξύλα καί τα φόρτωσε στο Γαϊδουράκι,ξεκίνησε γιά το χωριό ξέγνοιαστος. Κόντεβε να φτάσει στο χωριό,όταν τον σταμάτησε ο Δασικός και σοβαρά σοβαρά του είπε:
   -Γιατί Παππού το κάνεις αυτό; Δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται;
   Εκείνος τάχα απορημένος τότε απάντησε:
   -Τί έκαμα βρε πιδί μ’;
   -Παππού έκοψες παράνομα ξύλα από το δάσος!!
   -Όχ(ι) βρε πιδίμ, ιγώ τα ξύλα τάκουψα απ΄τ’αλμάκια που έχου στου θκόμ τ΄αμπέλ ,γιατί είχαν τρανέψ’ κι κάθουνταν απάν τα πλιά κι μ’έτρουγαν τα σταφύλια!!
   -Παππού άστα αυτά! Έκανες παράνομη ξύλευση και θα σε γράψω. Θα σε κάνω μήνυση!
  - Μή βρε πιδίμ, μη μι βάντς΄σι τέτιοι μπιλιάδις!
   -Παππού, πές μου πώς λέγεσαι και από που είσαι;
   -Μη βρε πιδούλι μ’σι λέου, μη μι κάντς μήνυσ’!
   -Δεν μπορώ Παππού, θα σε κάνω μήνυση.
   -Μη βρε πιδίμ καλό! Δεν μπουρώ να κατιβώ στου Γριβινό, μι πιάν τ’ αμάξ’ κι γένουμι ντίπ κρούπ απ’ ν’ αντράλα!
   -Δεν γίνεται Παππού,το καθήκον βλέπεις.
   Ο Χαρίσης τότε το πήρε απόφαση πως δεν γίνεται να γλιτώσει την μήνυση. Έδωσε τα στοιχεία του και μετά χτύπησε ελαφριά το γαϊδουράκι του για να φύγει. Δεν έκανε όμως πάνω απο πέντε βήματα, όταν του κατέβηκε η φαεινή ιδέα. Σταμάτησε το γαϊδουράκι του καί γύρισε νταϊλίδικα πρός τον Δασικό παρά τα 86 του χρόνια και είπε:
   -Έι! Που είσι ρα! Να μι κάντς μήνυσ’! Να μι κάντς αλλά να ξέρτς, ώσπου να ρθούν οι κλήσεις κι ώσπου να γένν’ τα δικαστήρια ιγώ θάχου πιθάν’κι συ θα έχ(ει)ς πάρ’ του πλί μ’ ρα! Άκσις; Άκσα πέμι!
   Και προχώρησε ατάραχος, αφήνοντας τον δήθεν Δασικό να γελάει πίσω του.
   Στην πλατεία του χωριού όλοι περίμεναν  τον Χαρίση,να μάθουν πως πήγε η κλήση. Ο χαρίσης ατάραχος και εμφανώς στενοχωρημένος ερχόταν πίσω από το γαϊδουράκι του. Οι χωριανοί τον πλησίασαν και γελώντας τον ρωτούσαν αν συνάντησε τον Δασικό και αν τον έγραψε. Ο Χαρίσης δεν έβγαλε κουβέντα και με σκυφτό το κεφάλι συνέχισε το δρόμο γιά το σπίτι του.

                                                                                                                                     
Χρήστος Ζτάλιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου