Το κόκκινο κρασί
της Δομνίκης Καράντζιου,
Κάθε χαραυγή ο ήλιος ζέσταινε τις ψυχές των κατοίκων του Τρικώμου, όπως παγωμένες αφουγκράζονταν τις κλαγγές των βαλκανικών πολέμων, όπως μάτωναν στον πόνο των χαμένων συγγενών. Χτισμένο σε μια ραχοκοκαλιά της Πίνδου, με λίγα σπίτια να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές, με πετρόχτιστα σπιτικά, σκεπές από σχιστόλιθο, παραθύρια μικρά, αυλές με παρτέρια που οδηγούν στη στάνη, κελάρια με κρασιά, που ωριμάζουν σιωπηλά. Τα αμπέλια γύρω από τον οικισμό, μια πελώρια αγκαλιά από μοσχάτα σταφύλια, φουντωτές καρυδιές, χαριτωμένες φιρικιές, διάσπαρτες βελανιδιές και κρανιές, με τον κόκκινο, γλυκόξινο καρπό τους. Ο Βενέτικος, χαμηλά στην κοιλάδα, μια μπλε, υδάτινη κορδέλα, κυλά αέναα, λειαίνοντας κροκάλες, ξεδιψώντας τα αγώγια. Κι ο Γεροπλάτανος της πλατείας, αγέρωχος, φυλάει τη μοναδική βρύση του χωριού, ακούει τους ψιθύρους των χωρικών, γνωρίζει τους έρωτες, τον πόνο, τη χαρά τους.
-Μαρία, αύριο ξεκινάει ο τρύγος, θα σε δω στον Κάμπο; πρόλαβε να ψιθυρίσει ο Κωνσταντής, σαν γέμισε το γκιούμι του.
-Θα 'ρθώ, ψέλλισε, σκύβοντας να γεμίσει το δικό της.
Ήταν ένα δροσερό πρωινό του Οκτώβρη. Στη βρύση της πλατείας είχαν καταφθάσει οι χωριανοί, να προμηθευτούν φρέσκο νερό. Ο Κωνσταντής έφυγε ευθύς αμέσως, δεν έδωσε δικαίωμα σε κανέναν να αντιληφθεί τη στιχομυθία τους. Η καρδιά του φτεροκοπούσε, όπως πήρε το δρόμο για το σπίτι. Το μυαλό του πετούσε στη Μαρία του, τη Μαρία που γνώριζε από μικρός, το πιο όμορφο κορίτσι, ψηλό και λυγερό, με φεγγαρένιο πρόσωπο και δυο μεγάλα, καταπράσινα μάτια. Το γέλιο της γέμιζε την ψυχή του, αντηχούσε στο μυαλό του τα χαράματα, τον νανούριζε τις ξάστερες νύχτες. Τα σπίτια τους γειτονικά, στον πάνω μαχαλά. Σαν ήταν μικρά, ανέβαιναν με τα παιδιά της γειτονιάς στο Καταφύγι, πάνω από τη δεξαμενή και από εκεί αγνάντευαν έως πέρα, στο απέναντι βουνό με τον μεγάλο βράχο, που έμοιαζε με πυραμίδα. Άλλες φορές κολάτσιζαν, ψωμί με ανεβατό, άλλες πάλι έπαιρναν τον κατήφορο και κουτρουβαλούσαν.
Ήταν έφηβος τώρα. Εδώ και τρία χρόνια είχε τελειώσει το δημοτικό. Ο πατέρας του τον έπαιρνε στα χωράφια. «Τα αμπέλια θέλουν δουλειά, Κωσταντή» του έλεγε. Ο Κωσταντής αγαπούσε τα αμπέλια, ήταν δυνατό αγόρι. Τα περιποιούνταν, όπως θα περιποιούνταν έναν άνθρωπο. Τους έλεγε ιστορίες, για να ευθυμούν και να καρποφορούν κι αυτά έπαιρναν τα πάνω τους. Ήταν εύρωστα, δυνατά, γόνιμα. Έδιναν το καλύτερο σταφύλι, το καλύτερο κόκκινο κρασί. Κάθε Οκτώβρη, που ξεκινούσε ο τρύγος, ήταν γιορτή για τον Κωνσταντή. Φέτος θα τρυγούσε το δικό του αμπελάκι, αυτό στον Κάμπο. Θα έφτιαχνε το δικό του κρασί, που θα ωρίμαζε στο βαένι και θα γευόταν με τη Μαρία του! Δεν ήξερε πώς θα το κατάφερνε, μόνο το ονειρευόταν. Ήξερε πως κάποιος τρόπος θα υπήρχε, μια ανώτερη δύναμη θα τον καθοδηγούσε. Το απόγευμα κατέβηκε ξανά στη βρύση της πλατείας. Ο Γεροπλάτανος κούνησε τη φυλλωσιά του και του έστειλε ένα κίτρινο φύλλο. Πρόλαβε και το έπιασε ο Κωνσταντής, πριν πέσει. Το άγγιξε. Ήταν βελούδινο. Ένιωσε πως άγγιζε το πρόσωπο της Μαρίας του. Το φύλαξε στον κόρφο του, στη ζεστή αγκαλιά του στήθους του.
Έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. Το βράδυ καθώς άρμεγε τις κατσίκες, σιγοτραγουδούσε. Κι αυτές, σαν να μυρίστηκαν τον έρωτά του, βέλαζαν μελωδικά. Μια χορωδία, κατσίκες και Κωνσταντής, ξεσήκωσαν τη στάνη. Η Γκέσα, το μουλάρι, δεμένη στην άκρη της αυλής, κουνούσε την ουρά της. «Δεν είναι η χαρά από τον τρύγο που αρχινά», σκέφτηκε, «κάτι έχει ο Κωνσταντής, μια πιο μεγάλη ευτυχία κρύβει η καρδιά του». Την επομένη χαράματα ξεκίνησε με τη Γκέσα για το αμπελάκι του. Περπατούσε σφυρίζοντας. Πλησίασε και θαύμασε τους βαθυκόκκινους καρπούς, τον πλούτο του! Τα τσαμπιά έτοιμα να παραδοθούν στα ικανά του χέρια. Έδεσε τη Γκέσα και άρχισε να τα κόβει ένα ένα. Οι κινήσεις του γρήγορες, επιδέξιες. Ο νους του στη Μαρία του, θα την αντίκρυζε στο αγώγι για το σπίτι. Το χωράφι του πατέρα της ήταν στην ανηφοριά, στον ίδιο δρόμο. Τέλειωσε το πρώτο χέρι, φόρτωσε τα τελάρα στη Γκέσα και πήρε τον ανήφορο. Από μακριά διέκρινε τη φιγούρα της. Φορούσε ένα απλό, μακρύ φόρεμα και ένα κόκκινο μαντήλι στα μαλλιά. Οι πλεξούδες μακριές, έφταναν ίσα με τη μέση της. Σαν πέρασε από το χωράφι μπροστά, καλημέρισε τους γονείς της. Η Μαρία γύρισε και του χαμογέλασε. Αρκούσε του Κωνσταντή ένα της χαμόγελο. Ήταν για αυτόν το μήνυμά της. «Θα πιούμε το πιο γλυκό κρασί, Μαρία μου, σε λίγους μήνες. Θα ωριμάσει και θα το γευτούμε μαζί» σκέφτηκε και συνέχισε τον δρόμο του.
Οι μέρες περνούσαν και ο τρύγος τέλειωσε. Την Κυριακή ήταν η μεγάλη γιορτή του πατητηριού, στην αυλή του σχολείου. Φέτος θα συμμετείχε και η Μαρία στο πατητήρι, καθώς είχε μεγαλώσει, είχε γίνει κοπελίτσα. Αν ήταν τυχερός, θα κατάφερνε να την αγγίξει στη μέση και να πατήσουν πλάι πλάι τα σταφύλια. Το βράδυ της παραμονής, αφού πλύθηκε και ξυρίστηκε προσεκτικά, πήρε το πλατανόφυλλο, που είχε κρύψει κάτω από το μαξιλάρι και το άγγιξε τρυφερά. Παρατηρούσε τις νευρώσεις. Ξεκίνησε από το κεντρικό νεύρο και περιπλανήθηκε σε όλες τις διακλαδώσεις. «Θα περπατήσουμε μαζί, Μαρία μου, θα διασχίσουμε μαζί τη χώρα του πλατανόφυλλου» ονειρευόταν. Το βλέμμα του φρέναρε απότομα, ένα κομμάτι από το φύλλο έλλειπε. Δεν έδωσε σημασία, το προσπέρασε. Το χάραμα τον βρήκε με το πλατανόφυλλο αγκαλιά. Το έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι και πετάχτηκε φουριόζος να ετοιμαστεί για τη γιορτή. Ήπιε το γάλα του και ξεχύθηκε στον δρόμο. Ούτε τη Γκέσα του δεν πρόλαβε να καλημερίσει. Αυτή τον κάλεσε, όπως τον είδε με τα αμυγδαλωτά της μάτια να κλείνει την αυλόπορτα και έβγαλε ένα μουγκανητό. Ο Κωνσταντής το άκουσε και της σφύριξε. Κατέβαινε στην πλατεία, ο νους στη Μαρία του. Είχε αγωνία. Όταν μαζεύτηκαν όλοι οι νέοι στο καφενείο, πήραν τον κατήφορο για το σχολείο. Οι κοπέλες είχαν ήδη καταφθάσει, σιγομιλώντας η μια στην άλλη και κρυφοκοιτάζοντας τα αγόρια. Ξεχώρισε τη Μαρία ο Κωνσταντής. Ήταν δίπλα στη μεγάλη της αδελφή, την Ολυμπία. Δεν τόλμησε να πλησιάσει. Άφησε τη Μοίρα να οδηγήσει τα βήματά τους. Κι η Μοίρα ένιωσε το καρδιοχτύπι τους, όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και φρόντισε να τους φέρει δίπλα δίπλα στο πατητήρι. Ο Κωνσταντής πέρασε αυθόρμητα το χέρι του στη μέση της Μαρίας. Πατούσαν τα σταφύλια με πόδια γυμνά έως το γόνατο. Δεν τολμούσαν να κοιταχτούν στα μάτια. Η Μαρία ένιωθε το άγγιγμά του κι ο Κωνσταντής αναρριγούσε από το λίκνισμα του κορμιού της. Δυο έφηβοι ερωτευμένοι, με μια καρδιά που ξεκίνησε να χτυπά με τον ίδιο παλμό από τη μέρα εκείνη. «Σε αγαπάω, Μαρία» ψιθύρισε ο Κωνσταντής.
Το χαμόγελό της ήταν η απάντηση που περίμενε. Τα δάχτυλα των ποδιών τους αγγίχτηκαν ξαφνικά, κρυμμένα μες στα σταφύλια. Ο Κωνσταντής πατούσε πάνω στο πέλμα της, ζεσταίνοντας τις υγρές της πατούσες. Ήταν τώρα αντικριστά. Μεμιάς, σαν να χάθηκε ο κόσμος από μπροστά του. Έσκυψε και φίλησε τα χείλη της. Κόκκινα, σαν το κρασί. Ένιωσε την ανάσα της στην ανάσα του. Ένα φιλί, μια ανάσα ζωής. Άνοιξε τα μάτια. Δεν κατάλαβε αν ήταν οπτασία ή πραγματικότητα. Το πράσινο των ματιών της γαλήνεψε την ψυχή του. Τα πιο όμορφα μάτια! Συνέχισαν να πατάνε τα σταφύλια, να αφήνουν τις πατούσες τους να αγγίζονται κρυφά και ο χτύπος της καρδιάς τους να έχει συγχρονιστεί για πάντα. «Μαζί θα ζήσουμε, Μαρία μου» πρόλαβε και της ψιθύρισε, πριν τα πόδια τους αποχωριστούν. «Σ’ αγαπάω» άκουσε από τα χείλη της τη μαγική λέξη, που αντήχησε στα αυτιά του, χάθηκε στον λαβύρινθό τους, κάνοντας τον να ζαλιστεί. Ο απόηχος έσβησε στις κουφάλες του Γεροπλάτανου. «Μαζί και θα αποθάνουν» είπε η Μοίρα στον Γεροπλάτανο, με την υπόσχεση να μην το μάθει κανείς. Κι αυτός έκρυψε το μυστικό στον μεγάλο του κορμό. Λίγους μήνες μετά το κρασί του Κωνσταντή ωρίμασε. Ήταν άνοιξη. Πήρε ένα κερί και κατέβηκε στο υπόγειο. Δοκίμασε το πρώτο του κρασί. Ονειρεύτηκε τη Μαρία του. Να της υγραίνει τα χείλη με το κρασί, να τα φιλάει και να παίρνει την ανάσα της. Να την αγκαλιάζει και να μεθάει από το άρωμα του κορμιού της. Έμεινε ώρα πολύ στο κελάρι. Κάθησε κατάχαμα και έπινε το κρασί του. Ζούσε στο όνειρό του. Έξω η φύση είχε ξυπνήσει, γιόρταζε τον έρωτά του, είχε χρωματίσει τους αγρούς, είχε γεμίσει αρώματα τον αέρα. Άφησε και πάλι τη Μοίρα να ορίσει τη συνέχεια. Την επομένη κατέβηκε στη βρύση. Ήταν εκεί η Μαρία του. Την πλησίασε. «Αύριο στο γεφύρι» ψέλλισε και η Μαρία κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Αύριο στο γεφύρι» έλεγε μέσα του, όπως περπατούσε για το σπιτικό του. Δεν ήξερε πώς θα τα κατάφερναν. Θα τα κατάφερναν, αυτό πίστευε μόνο.
Και τα κατάφεραν. Ο Κωνσταντής είχε πάει τη Γκέσα για βοσκή. Πήρε μια μέρα άδεια από τον αμπελάκι του. Κάθησε στην όχθη και πετούσε πολύχρωμα βότσαλα στον Βενέτικο. Κάθε βότσαλο και μια ακόμη ευχή να δει τη Μαρία του. Πέταξε πολλά. Περίμενε. Άκουσε τα βήματά της. «Η Μαρία μου, η λυγερή, έρχεται!» αναφώνησε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Η αγαπημένη του έτρεχε προς το μέρος του. Ήταν ήδη όρθιος, την έβλεπε που πηδούσε από πέτρα σε πέτρα, κρατώντας το φουστάνι της να μη βραχεί, τα μαλλιά της ανέμιζαν, τα μάτια της λαμπύριζαν, το χαμόγελό της είχε φωτίσει το φεγγαρένιο της πρόσωπο. Την αγκάλιασε! Η λαχανιασμένη της ανάσα έβγαζε τη θέρμη της ψυχής της. Κράτησε το πρόσωπό της στις χούφτες του και το φίλησε. Το φίλησε ζεστά, το φίλησε με πάθος. Φίλησε τα μάτια, τα δροσερά της μάγουλα, τα κόκκινα χείλη της, ζέστανε το λαιμό της. Κάθησαν στην όχθη αγκαλιά. Ήπιανε με πόθο και το κρασί χύθηκε στα χείλη τους, λέρωσε τα ρούχα τους. Γεύονταν μαζί το πρώτο του κρασί. «Φύγε, φύγε μη μας δουν» της είπε, «είσαι πια δικιά μου, ολόδικιά μου». Η Μαρία έτρεχε, γυρίζοντας πού και πού για να τον βλέπει. Η καρδιά της κάλπαζε στον αγαπημένο της, το κόκκινο κρασί τούς είχε ενώσει για πάντα. Επέστρεψε αναψοκοκκινισμένη, πριν γυρίσουν οι γονείς της από τα χωράφια. Την είδε ο Γεροπλάτανος. Κράτησε το μυστικό του, όπως το είχε υποσχεθεί.
Από κείνη τη μέρα η ζωή του Κωνσταντή και της Μαρίας πλέχτηκε σαν το πιο όμορφο υφαντό. Κεντήθηκε με τέσσερις, χρυσές κλωστές, όσες και τα παιδιά τους. Τις νύχτες αγκαλιάζονταν κάτω από τη φλοκάτη και νιώθανε τον χτύπο της καρδιάς τους. Ο Κωνσταντής ψιθύριζε ιστορίες και η Μαρία τού χαμογελούσε. Ο γρεβενιώτικος ουρανός τους αγαπούσε, μάζευε τα πιο μακρινά αστέρια να φωτίζουν τα όνειρά τους. Οι μέρες κυλούσαν μοιρασμένες στα αμπέλια, τις καρυδιές και τις φιρικιές. Τα χρόνια περνούσανε γοργά. Και το κόκκινο κρασί κάθε χρόνο ωρίμαζε στο κελάρι και το γεύονταν οι δυο τους, όπως τότε, στο γεφύρι. Ένα βράδυ, λίγο πριν αποκοιμηθεί, ήλθε στο μυαλό του η εικόνα του κίτρινου, βελούδινου πλατανόφυλλου. Θυμήθηκε πως έλλειπε ένα κομμάτι. Τι ήταν αυτό που του έφερε την ανάμνηση του πλατανόφυλλου; Αναρρίγησε. Αγκάλιασε σφιχτά τη Μαρία και κοιμήθηκαν σαν δυο έφηβοι, τότε που ο έρωτας μεθούσε κάθε νύχτα τα κορμιά τους.
Την επομένη ο Κωνσταντής θέλησε να κατεβεί στο υπόγειο, να δει αν ωρίμασε το κρασί της χρονιάς. Βιαστικός, δεν πήρε το κερί μαζί του, το κερί που θα του έδειχνε το όριο της ζωής και του θανάτου. Το 'ψαξε στη σάλα, μα δεν το βρήκε και άφησε τη Μοίρα να τον οδηγήσει. Δε νοιάστηκε αν ο μούστος θα του είχε αφήσει οξυγόνο στον αέρα, για να αναπνεύσει ή αν το χρειάστηκε όλο, για να του δώσει το κόκκινο κρασί. Κατέβηκε, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Όμως η ανάσα δεν του 'φτασε και θέλησε να πάρει κι άλλη. Ένιωθε να πνίγεται. Φώναξε τη Μαρία του, φώναξε δυνατά και η Μαρία έφτασε σιμά. Έφτασε και του 'δωσε την ανάσα της. Ούτε κι αυτή σκέφτηκε πως δεν κρατούσε το κερί. Έμεινε μαρμαρωμένο το βλέμμα του Κωνσταντή να τη κοιτάζει. Η Μαρία έβγαλε μια κραυγή, μόνο μια κραυγή πρόλαβε να βγάλει και το βλέμμα της μαρμάρωσε. Ένα δάκρυ κυλούσε στο ζεστό, ακόμη, μάγουλό της. Έσβησαν, όπως θα έσβηνε το κερί, στην έλλειψη του ζωτικού οξυγόνου. Σωριασμένοι κι οι δυο κατάχαμα,
αγκαλιασμένοι.
Ο Γεροπλάτανος βόγγηξε. Δεν άντεξε τον πόνο. «Μαζί ζήσατε, μαζί και αποθάνατε» σπάραξε και έστειλε κίτρινα, βελούδινα πλατανόφυλλα να συνοδεύσουν τις ψυχές τους, όπως πετούσαν στον ουρανό του Τρικώμου. Πέρασαν πάνω από τα αμπέλια, χαιρέτησαν το γεφύρι, εκεί όπου έδωσαν το πρώτο τους φιλί με το κόκκινο κρασί στα χείλη και ταξίδεψαν μαζί, όπως μαζί ζήσανε, με το δικό τους καρδιοχτύπι.
Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.