.

.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Η ενότητα μας, κινητήρια δύναμη του blog. Συμπληρώσαμε 2 χρόνια!

Ήταν Σεπτέμβρης του 2010, όταν ξεκίνησε η λειτουργία αυτού του blog. Το Σεπτέμβριο του 2012 συμπληρώσαμε μόλις 2 χρόνια, 2 χρόνια ακατάπαυστης ενημέρωσης και συγγραφής άρθρων.

Γιορτάζουμε, μια προσπάθεια που αρχικά ξεκίνησε με μικρή απήχηση και έφτασε σήμερα, να είναι η πηγή πληροφόρησης και ενημέρωσης των όπου γης Τρικωμιωτών και όχι μόνον!

Όπως αναφέρουμε στις περισσότερες ενημερώσεις και ανακοινώσεις η ύπαρξη του μπλόγκ και η συνεχής εξέλιξη του οφείλεται στην ενότητα και επαφή των απανταχού χωριανών, σε αυτή "την κινητήρια δύναμη" που έδωσε σε αυτό το άυλο μέσο "σάρκα και οστά"!

Πέραν της γενικής ενημέρωσης, αναπτύχθηκαν και άλλες πολυποίκιλες ενότητες όπως της λαογραφίας, παλιάς φωτογραφίας, ιστορίας, παραδόσεων, οπτικοακουστικού υλικού (βιντεοθήκη και πλούσιο φωτογραφικό υλικό) που έχουν ιδιαίτερο νόημα και συναισθηματικό χαρακτήρα για όλους μας αλλά ταυτόχρονα προβάλουν τον λαϊκό πολιτισμό  μας στο ευρύ κοινό.


Πρέπει όλοι μας, είτε αρωγοί αυτής της προσπάθειας είτε συμμετέχοντες να αισθανόμαστε περήφανοι, γιατί το κάνουμε για τον τόπο καταγωγής μας, για το χωριό που μεγαλώσαμε, ζήσαμε, περάσαμε αξέχαστες διακοπές και γενικότερα αγαπήσαμε!

Το αδιάκοπο ενδιαφέρον σας (37.000 επισκέψεις), μας έδωσε και δίνει ψυχική δύναμη να συνεχίσουμε το έργο μας και να εμπλουτίσουμε το χώρο αυτό με ακόμη περισσότερο υλικό και λειτουργίες. Θέλουμε να ανανεώσουμε το μπλόγκ μας με την βοήθεια όλων. Θέλουμε ιδέες, απόψεις, προτάσεις, επικρίσεις, παρατηρήσεις ώστε να το κάνουμε πιο απλό και λειτουργικό και να είναι προσιτό σε όλους, ώστε να εκτελεί το σκοπό για τον οποίο το δημιουργήσαμε.
Ξεκινούμε μαζί διεργασίες για την πλήρη ανανέωση ώστε να γίνει ιδιαίτερο και αξιοζήλευτο!

Έχουμε την διάθεση ανανέωσης!

Θέλουμε να προβληθεί το χωριό μας ακόμη πιο πολύ!

Περιμένουμε τη συμμετοχή όλων, γιατί μαζί μπορούμε ακόμη περισσότερα!

Εκ μέρους της διαχειριστικής ομάδας,
Καράντζιος Κ. Γεώργιος
Τσακνάκης Γ. Ιωάννης

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

"Τα Καζαναριά, Μνήμες από το Ζάλοβο, του Ζτάλιου Χρήστου"


TA ΚΑΖΑΝΑΡΙΑ

Μνήμες Από Το Ζάλοβο

    Ένα πρωϊνό κάποτε,όταν τα ζώα και τα φυτά είχαν μιλιά πιαστήκανε σε άγριο καυγά στ΄αμπέλι,η ψύχα της ρόγας του σταφυλιού με την φλούδα.
   -Εσύ είσαι μιά άχρηστη,εγώ έχω την γλύκα και το ζουμί,από εμένα θα βγεί το κρασί,εσύ είσαι ένα στυφό κι άχρηστο πράγμα πού σε φτύνουν οι άνθρωποι, έλεγε η ψύχα.
   -Κι όμως έγώ σε κρατώ στην αγκαλιά μου σφιχτά, δίχως εμένα θα έρεβαν τα σωθικά σου,εγώ σε προφυλάγω από τα λιοπύρια καί τις παγωνιές,εγώ παίρνω τα τόσο ωραία χρώματα-κόκκινα,ξανθά, ροδαλά, κεχριμπαρένια που ομορφαίνουν το σταφύλι καί το λιμπίζονται οι άνθρωποι. Απάντησε ή φλούδα.
    Δέν άκουγε τίποτα η ψύχα καί ο καυγάς δυνάμωσε, μαζεύτηκε πολύς κόσμος καί όλοι πήραν το μέρος της ψύχας·μονάχα ένας γέρος αμπελουργός στάθηκε παράμερα σκεφτικός καί άκουγε την φλούδα, δίχως να την περιγελάει. Σ΄αυτόν φανέρωσε εκείνη τότε το μυστικό της.
    -Άκουσε καλέ μου άνθρωπε,μη με πετάξεις από τις κάδες καί τα πατητήρια·μέσα μου θα βρείς την μεγαλύτερη σπιρτάδα,την Ρακή που στυλώνει την καρδιά του γέρου καί του δουλευτή,που γιατρεύει τον άρρωστο.......

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Ζαλοβίτικα Μασλάτια, Νο. 6 "Η δεκάρα", Χρ. Ζτάλιος.

                         Ζαλοβίτικα μασλάτια
 (Μνήμες από Ζάλοβο)

               Η Δεκάρα

  H παρακάτω ιστορία δεν ξέρω αν είναι αληθινή. Μου την διηγήθηκε κάποιος παλιός δάσκαλος, λέγοντας ότι διαδραματίστηκε πολύ παλιά.
    Πρίν ανακαλύψουν οι άνθρωποι τα μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς (φορτηγά αυτοκίνητα), οι μεταφορές των εμπορευμάτων από πόλεις σε χωριά, καί το αντίστροφο γίνονταν με διάφορα ζώα σαμαριάρικα. Στα μέρη μας γινόταν με μουλάρια, τα οποία είχαν μεγαλύτερη αντοχή γιά μακρινά ταξίδια από τα άλογα,καί ήταν πιό βολικά στις δίσβατες περιοχές καί τα μονοπάτια, που συντόμευαν κατά πολύ τις αποστάσεις. Τα άτομα που ασχολιότανε τότε με τις μεταφορές ήταν οι Κυρατζήδες καί οι Αγωγιάτες. Κυρατζήδες ήταν αυτοί που μετέφεραν δικά τους προϊόντα προς πώληση, καί Αγωγιάτες αυτοί που μετέφεραν προϊόντα αλλων επί πληρωμή.

   Ένας Κυρατζής καί ένας Αγωγιάτης, κάποτε φθάσανε σε ένα από εκείνα τα σημεία που εθεωρούνταν τότε σταθμοί γιά ξεκούραση. Πρώτος έφτασε ο μπάρμπα Γιάννης ο οποίος μετέφερε κρασί, με τρια μουλάρια, τα δύο κανονικά φορτωμένα, καί στο τρίτο είχε φορτώσει μόνο δέκα οκάδες κρασί γιά να μπορεί να ανεβαίνει καβάλα κιόλας, γιατί ο δρόμος ήταν μακρύς καί κουραστικός. Φθάνοντας ο μπάρμπα Γιάννης σ΄αυτόν τον σταθμό,ξεφόρτωσε τα μουλάρια του, τα πότισε τα πήγε κάτω από κάτι πλατάνια, καί τα έβαλε τους τρουβάδες με κριθάρι γιά να φάνε, καί κάθησε κι ο ίδιος στον ίσκιο ενός δένδρου γιά να ξεκουραστεί. Σε  λίγο έφτασε καί ο μπάρμπα Μήτσιος, καί αυτός με τρια μουλάρια, εκ των οποίων τα δύο πιό πολύ φορτωμένα με διάφορα πράγματα καί το τρίτο φορτωμένο με δέκα οκάδες σαλάμι, γιά να μπορεί καί αυτός να ανεβαίνει καβάλλα όταν κουράζεται. Ξεφόρτωσε καί αυτός τα μουλάρια του, τα πότισε καί τα πήγε στον ίσκιο ενός δένδρου, βάζοντάς τα κριθάρι γιά να φάνε. Κάθισε καί αυτός κάτω από το ίδιο δένδρο, που καθότανε ο μπαρμπα Γιάννης γιά να ξεκουραστεί, λέγοντας. 
    -Καλημέρα!! 
   -Καλημέρα!! Είπε καί ο μπάρμπα Γιάννης καί πιάσανε την κουβέντα. Είπε ο κάθε ένας από που κατάγεται, τι μεταφέρει ,καί ποιός είναι ο προορισμός του, καί έτσι γνωρίστηκαν καλά.

     Ηρθε καί η ώρα του φαγητού μετά από τόση κούραση, καί έβγαλαν από τους τρουβάδες τους , ο μέν μπάρμπα Γιάννης  ένα κομμάτι τυρί ,ένα κρεμμύδι, λίγο ψωμί, καί γέμισε καί μιά μεγάλη κούπα κρασί από το τουλούμι των  δέκα οκάδων, καί άρχισε να τρώει καί να πίνει. Ο μπάρμπα Μήτσιος έβγαλε καί αυτός ψωμί από τον τρουβά του καί ένα μεγάλο κομμάτι σαλάμι,καί άρχισε καί αυτός να τρώει. Τρώγανε με όρεξη. Ο μπάρμπα Μήτσιος έβλεπε με κάποια ζήλεια τον μπάρμπα Γιάννη να πίνει το κρασί του, καί να αναστενάζει από ευχαρίστηση· καί ο μπάρμπα Γιάννης όμως έβλεπε τον συνάδελφό του να τρώει το λαχταριστό σαλάμι.Ό μπάρμπα Μήτσιος δεν άντεξε άλλο, έβγαλε από την τσέπη του μιά ολόκληρη δεκάρα, καί από τον τρουβά του μιά κούπα, καί είπε στον μπάρμπα Γιάννη.
     -Βάλε μου γιά μιά δεκάρα κρασί!
   Ο μπάρμπα Γιάννης πήρε την δεκάρα, την έβαλε στην τσέπη του καί γέμισε την κούπα με κρασί, ενώ τα μάτια του δεν έφευγαν από το σαλάμι, μιάς καί το τυρί του τελείωνε, αλλά δεν τραβούσε το κρασί όπως θα τραβούσε το σαλάμι. Βγάζει την ίδια δεκάρα από την τσέπη του καί λέει στον μπάρμπα Μήτσιο.
   -Δώσε μου γιά μιά δεκάρα σαλάμι!
  Παίρνει ο μπάρμπα Μήτσιος την δεκάρα, καί του δίνει ένα κομμάτι σαλάμι. Η δεκάρα άλλαξε πολλές φορές χέρια, το τουλούμι των δέκα οκάδων τελείωσε,καί το σαλάμι των δέκα οκάδων τελείωσε καί αυτό. Οι δυό αγωγιάτες ήρθαν στο κέφι καί το έριξαν στο χορό καί στο τραγούδι.  Δέν τους ένοιαζε ότι η μέρα προχωρούσε, καί ότι είχαν κάποιο προορισμό. Ο λιγοστός κόσμος που περνούσε τους κοιτούσε παράξενα, καί ακόμα καί τα μουλάρια τους ήταν ανήσυχα, γιατί διψούσαν καί  δέν είχαν καθήσει άλλη φορά τόση ώρα δεμένα. Αυτοί όμως ήταν στον κόσμο τους, αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, καί αποκαλούσε ο ένας τον άλλον <<αδελφό>>, κάνοντας καί άλλες εκδηλώσεις σαν κι αυτές που κάνουν οι άνθρωποι όταν μιλάει το κρασί.

   Σε λίγο άρχισε να βαραίνει το στομάχι τους, καί να βουίζει το κεφάλι τους. Κάθε λίγο προσπαθούσαν με κάθε τρόπο στην διπλανή βατσινιά, να βγάλουν λίγο κρασί καί σαλάμι από το στομάχι τους γιά να ξαλαφρώσουν. Έτσι έχασαν ξαφνικά το κέφι τους, τα πόδια τους δέν τους κρατούσαν άλλο, καί έγειραν καί αποκοιμήθηκαν, επάνω στις πραμμάτειες τους ροχαλίζοντας. Ξύπνησαν όταν ξημέρωσε, καί αφού κατά την διάρκεια της νύχτας κάνανε συχνές επισκέψεις προς την βατσινιά, κάνοντας οχτάρια. Πήγαν καί βάλανε τα κεφάλια τους κάτω από την βρύση γιά να συνέλθουν, καί τότε συνειδητοποίησαν ποιοί είναι, καί ποιός είναι ο προορισμός τους. Τά μουλάρια όταν τους είδαν άρχισαν να χλιμιντρίζουν από την πείνα καί την δίψα,καί αυτοί με σκυμένα κεφάλια τα έδωσαν να φάνε καί τα πότισαν. Ύστερα άκεφα-άκεφα τα φόρτωσαν, ανέβηκαν καβάλα στα δυό μουλάρια που δεν  ήταν φορτωμένα καί ξεκίνησαν γιά τον προορισμό τους, υποσχόμενοι να μην πουν τίποτα σε κανένα, καί ότι η φιλία τους θα συνεχιστεί.
    Προχωρούσαν καβάλλα άκεφοι,καί τους αποσχολούσε ένα πρόβλημα που δεν μπορούσαν να βρούν τήν λύση, πως με μιά δεκάρα φάγανε δέκα οκάδες σαλάμι, καί ήπιανε δέκα οκάδες κρασί;

                                                                                                         Χρήστος Ζτάλιος
Διόρθωση : Απόστολος Ε.Αποστολίδης

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

"Το περίπτερο, Μνήμες Από το Ζάλοβο, του Ζτάλιου Χρήστου"


                                                             ΤΡΙΚΩΜΟ  (ΖΑΛΟΒΟ)  ΓΡΕΒΕΝΩΝ
                                   ΤΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ
                                                (Μνήμες από Ζάλοβο)
  Γύρω στo 1969-70 στo Ζάλοβο εγκαινιάστηκε περίπτερο στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ιδιοκτήτης του περιπτέρου ο Ηρακλής Βλάμης, λόγω όμως ότι αυτός είχε πολλές ασχολίες καί επειδή το περίπτερο δεν είχε πολύ δουλειά, το δούλευε ο πατέρας του ο Μπάρμπα Μήτρος (Νταράκος)ο οποίος στην φωτογραφία είναι στην μέση.
   Ο Νταράκος όπως όλοι στο Ζάλοβο ασχολούνταν με λίγο απ΄όλα, λίγα αμπέλια, λίγα γίδια, τον κήπο του καί άλλα· είχε όμως παράλληλα αναπτύξει καί το επάγγελμα του Δερματέμπορα. Όταν σφάζανε κάποιο γουρούνι ή κάποια γίδα ,ο μπάρμπα Μήτρος πήγαινε  παζάρευε καί έπαιρνε το δέρμα του ζώου καί γιά αυτό στο μπαλκόνι του πάντα ύπήρχαν κρεμασμένα δέρματα γιά να ξεραθούν καί να τα πουλήσει αργότερα σε κάποιον χονδρέμπορα.
 Το περίπτερο λοιπόν είχε, τσίχλες, καραμέλλες,  γαριδάκια, σοκολάτες, μπισκότα, τσιγάρα χύμα καί σέ πακέτα καί απ΄όλα τα ψιλολόγια, χτένες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, πινέζες καί ένα σωρό άλλα.
   Θυμάμαι τον Μπάρμπα Μήτρο πάντα χαμογελαστό όταν πήγαινες να ψωνίσεις κάτι, να ρωτάει 
    -<<Τι θέλτς πιδούλι μ;>> 
       Καί αφού του ελεγες τι ήθελες να αγοράσεις, έψαχνε να βρεί σε ποιό ράφι το είχε. Γιά τα ρέστα όμως παιδευότανε να πιάσει τα κέρματα, γιατί τα δάχτυλα του με τα υποτυπώδη νύχια ήταν χτυπημένα μάλλον από δυναμίτη. Είχε το μονοπώλιο των τσιγάρων καί δεν πωλούσε τσιγάρα στους μικρούς. Όταν πήγαινε κάποιος μικρός να τον ξεγελάσει πάντα ρωτούσε γιά ποιόν είναι καί από την μάρκα καταλάβαινε αν του έλεγε αλήθεια ή όχι.
   Τις μέρες που ο καιρός ήταν καλός, ο Μπάρμπα Μήτρος δεν καθότανε μέσα στο περίπτερο, ήταν πάντα έξω από αυτό καί προσπαθούσε να έχει παρέα. Αν όμως δεν υπήρχε κόσμος στην πλατεία, τότε καθότανε μέσα καί πολλές φορές από την απραξία τον έπαιρνε ο ύπνος. Αυτό περιμέναμε καί εμείς γιά να τον τρομάξουμε ζητώντας κάτι από το εμπόρευμα του περιπτέρου, απότομα καί με δυνατή φωνή. Τις κρύες όμως μέρες του χειμώνα γιά να ζεσταθεί μέσα στο περίπτερο χρησιμοποιούσε γιά θέρμανση μαγγάλι με κάρβουνα, με αποτέλεσμα μία φορά να τον βρούν λιπόθυμο λόγω εισπνοής του μονοξειδίου του άνθρακα. Ευτυχώς δέν είχε εκτεθεί πολύ ώρα στο δηλητηριώδες αέριο,καί έτσι γλύτωσε.
   Στο περίπτερο ο Μπαρμπα Μήτρος έφερνε καί Τσιχλόφουσκες που μέσα είχαν λαχεία καί αγοράζοντας μία τσιχλόφουσκα ήσουν υποψήφιος γιά τα δώρα πού είχε η λαχειοφόρος αγορά. Κάποτε σε μιά τέτοια κλήρωση, το μεγάλο έπαθλο ήταν μιά μεγάλη μπάλα. Τό συγκεκριμένο έπαθλο τότε γιά τα αγόρια του χωριού ήταν αρκετά ελκυστικό καί γιά αυτό η πώληση των λαχείων προχωρούσε με γρήγορους ρυθμούς. Στό τέλος έμειναν μόνο τρία λαχεία καί η μπάλα ακόμη δεν είχε κληρωθεί.Τότε ο Τάκης ο Γιάκος λέει στον Νταράκο.
   -Πάππου τα αγοράζου ιγώ κι τα τρία λαχεία! Πάρ τσ΄παράδις  κι δώμ τα λαχεία κι τν΄μπάλα!
   -Πάρτα πιδούλι μ τα λαχεία κι ανξέτα ιδώϊα μπρουστά!
   Ο Τάκης σίγουρος ότι στα τρία εναπομείναντα λαχεία ήταν καί αυτό της μπάλας δέχθηκε να τα ανοίξει εκεί μπροστά. Πράγματι τα άνοιξε, αλλά μπάλα δεν υπήρχε σε κανένα λαχείο. Τότε ξέσπασε μία διαμάχη μεταξύ τους γιά την μπάλα, ΟΤάκης απαιτούσε την μπάλα αλλά ο Νταράκος δεν την έδινε. Η διαμάχη αυτή κράτησε περίπου κανάνα δεκάλεπτο με τον Νταράκο να είναι ανένδοτος καί έτσι ο Τάκης αποχώρησε. Όμως πώς νοιώθει ένα δωδεκάχρονο παιδί που πρίν από λίγο είχε σχεδιάσει, ότι σε λίγο θα έπαιζε μονότερμα με τον Στέφανο καί τον Κωσταντή με την καινούργια μπάλλα, αφού ήταν σίγουρα καί λογικά δική του. Αδικία. Έτσι καί ο Τάκης δέν μπορούσε να το χωνέψει.
   Το μεσημέρι ο Μπάρμπα Μήτρος κλείδωσε το περίπτερο καί πήγε γιά το μεσημεριανό φαγητό καί την σχετική ξεκούραση. Τότε εμφανίστηκε ο Τάκης καί κρατώντας ένα κουτί σπίρτα πλησίασε στο περίπτερο καί από μία χαραμάδα έριχνε αναμμένα σπίρτα στο εσωτερικό του περιπτέρου. Στό τρίτο ή τέταρτο σπίρτο όταν βεβαιώθηκε ότι κάποια γαριδάκια άρχισαν να καίγονται, το έβαλλε στα πόδια καί πήγε καί κρύφτηκε κάτω στην Χαλκιά.
   Ευτυχώς εκείνη την ώρα περνούσε ο Απόστολος Αποστολίδης (Τόλιος) καί βλέποντας καπνούς να βγαίνουν από το περίπτερο έδωσε μία κλωτσιά στην πόρτα την άνοιξε καί κατάφερε να σβήσει την φωτιά. Τον Τάκη τον ψάχνανε μέχρι αργά το βράδυ.
   Δυστυχώς το Ζάλοβο μίκρυνε, οι ηλικιωμένοι φεύγανε χωρίς γυρισμό, οι πιό νέοι παίρνανε τον δρόμο της ξενιτιάς γιά ένα καλύτερο μέλλον, τα παιδιά στο σχολείο λιγόστεψαν, με αποτέλεσμα να κλείσει κι αυτό. Έτσι οι πελάτες του μπάρμπα Μήτρου  λιγόστεψαν κι αναγκάστηκε να το κλείσει. Αν θυμάμαι καλά η ζωή του περιπτέρου δεν κράτησε παραπάνω από 4-5 χρόνια.
                                                  Χρήστος Ζτάλιος
                                                                                                    

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

"Το Συνάχι, Μασλάτια Νο5, του Ζτάλιου Χρήστου"



                                                      ΤΡΙΚΩΜΟ (ΖΑΛΟΒΟ) ΓΡΕΒΕΝΩΝ
                                                                 Ζαλοβίτικα μασλάτια
                                                                 (Μνήμες από Ζάλοβο)
                                                                     Νο. 5 Τό Συνάχι
    H Λένου ήταν παντριμέν' πέντι χρόνια μι τουν Μ'χάλ, κi χαήρ δεν έγλιπι. Ου Μ'χάλτς δεν ήταν απ΄τς καλοί τς νοικουκύρδις, του μυαλό τ΄ τούχι στου μισοχώρ, στου καφινείου,κι τραβούσι κι καμμιά ρακή παραπάν.
    Δικαπέντι μέρις τουν παρακαλούσι η κάψου Λένου.
   -Άϊντι ρα Μ'χάλ!!! Φόρτουσι δυό τσιουβάλια στάρ, στου Μπλάρ κι σύρι στουν Γιώργ(η) τουν Μυλουνά να μας φκιάσ' μιά γκίδα αλεύρ,θάρρουμ φτιάνουμι κάνα ψουμί, καμμιά πίττα, τίπουτα πέτουρα, κι ότ΄άλλου μας χράζιτι.
   -Φέγα σιαπέρα μα!!!! Έχου δλειά στου καφινείου!! Άμα θέλτς φόρτουσέ τα κι σύρτα ισύ.
   Τουν παρακαλούσι αράδα η κάψου Λένου, αλλά ου Μ'χάλτς τούν χαβά τ· που τουν έβρισκις που τουν έχανις στου μισουχώρ, κι στου καφινείου. Είδι κι απόειδι η Χριστιανή, ότι ου Μχάλτς δεν είχι σκουπό να τς φτιάσ' αυτό του χουζμέτ, κι απουφάσισι να σκουλάσ' τ΄δλειά μαναχή τς. Κι έτσ' μιά χαραή λέι στουν Μ'χάλ.
   -Άϊντι ρα Μ'χάλ!! Αφού δέν έχ(ει)ς σκουπό να πας ισύ, βόθεια τουλάχιστον να φουρτώσουμι του Μπλάρ,κι να παένου ιγώ στουν Μύλου,ν' αλλέσου του στάρ.
   Ου Μ'χάλτς τ΄βόηθσι κι φόρτουσαν στου Μπλάρ δυό σακκιά σταρ, αλλά φοβούνταν όμους,να τν αφήκ(ει) να πάει μαναχή τς στουν Γιώργ(η) τουν Μυλουνά. Ου Γιώρτς ήταν Μουρντάρς κι η Λένου ήταν καλουφτιαγμέν(η) κι όμουρφ(η) γναίκα· αλλά δεν ήθιλνι κιόλας να χάσ(ει) του μισοχώρ κι του καφινείου, κι σκέφκι να τν ουρμνέψ.
   -Άϊντι μα Λένου σύρι!!! Αλλά τήρα νάχ(ει)ς τα μάτια ς τέσσιρα,γιατί ου Γιώρτς είνι Μουρντάρς, κι τς γναίκις τς κρατάει τιλιφταίις, κι τς αρίχνιτι, κι άμα τα καταφέρ(ει) τς φκιάν(ει) κι τού ζαράλ.
   -Αυτά π΄λες ισύ είνι χαζαμάρις!!! Είπι η Λένου κι κίντσι γιά του μύλου.
   Έφτασι η Λένου στουν μύλου,έκατσι σι μιά γουνιά κι πιρίμινι ν΄αράδα τς. Άντρις πάειναν κ΄ έρχουνταν, άλειθαν κι έφυβγαν, μόγκι η αράδα τς Λένους δέν έρχουνταν, κ΄ ή Λένου ανησύχσι. Όταν σκόλασαν όλ(οι) κ΄ έμειναν μαναχοί τς, ου Γιώρτς τν κόντιψι κι τν ρώτσι.
  -Τι είνι μα Λένου!!! Σάν φουβισμέν' σι γλέπου!!! Γιατί μά;
  -Να ου Μ'χάλτς μ΄είπι, ότι τς γναίκις τς κρατάς τιλιφταίις ,κι τς αρίχνισι κιόλας!!!!
   Ού Γιώρτς αφού τ΄πλησίασι κι τ΄μύρσι,ν' είπι.
   -Ναί!! Αλλά ιγώ πρώτα τς ψυχουλουγώ!!! Κι τς μυρίζου γιά να ιδώ αν θέλν!!!! Νά ισένα σι μύρτσα τώραϊα, κι δεν θέλτς!!!  Μι  του ζόρ' γένιτι αυτή η δλειά κάψου Λένου; Δεν γένιτι!!!
   Άλεισαν του στάρ,φόρτωσαν τ αλεύρ στου Μπλάρ κι η Λένου γύρτσει στου σπίτι τς. Δέν πέρασαν πουλλές μέρις, κι ξανά η Λένου στουν μύλου ν΄αλλέσ στάρ. Πιρίμινι μέχρι να ρθεί η αράδα τς, κι αφού έφυγαν όλ(οι), τότι τν κόντιψι ου Γιώρτς, έσκυψι τ΄μύρσι κι τν είπι.
   -Ά....μα Λένου!!!! Σήμιρα γλέπου του χαλέβ η ψ'χούλα σ΄!!!!.
    Κι εκείν' τουν απάντσι.
   -Αχ!! Γιώργ(η) μ ιγώ κι ν άλλ τ΄βουλά του χάλιβα,αλλά τότι μι φαίνιτι ήσαν σναχουμένους, κι δεν μι μύρτσις καλά!!!
    Απόμκει ουδεέτς ου Γιώρτς.
                                                                Χρήστος Ζτάλιος

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Στην τελική ευθεία η έναρξη του έργου "Ανάπλαση - Αναβάθμιση του Δ.Δ. Τρικώμου".

Έπειτα από την προκήρυξη του έργου "Ανάπλαση - Αναβάθμιση του Δ.Δ. Τρικώμου" , που αφορά το χωριό μας γύρω στον Ιουνίο,  η δημοπράτηση του από το Δήμο Γρεβενών ορίστηκε στις 13 Νοεμβρίου που θα διενεργηθεί πρόχειρος μειοδοτικός διαγωνισμός για την ανάδειξη του αναδόχου. Ο προϋπολογισμός της μελέτης είναι της τάξης των 275.000 ευρώ και αφορά την ολοκλήρωση της "νέας" πλατείας (πλακόστρωση-φωτισμός-παγκάκια), την αναπαλαίωση του καμπαναριού (αμμοβολή και αρμολόγηση),τον καλλωπισμό του παλιάς πλατείας (πλάτανου) με επένδυση πέτρας, την αναπαλαίωση του ναού του Αγ. Γεωργίου (αμμοβολή και αρμολόγηση) και άλλες παρεμβατικές δράσεις για την ανάδειξη του "κέντρου" του χωριού (επενδύσεις τειχίων κτλ.). Το όλο έργο έχει στόχο την μετεξέλιξη του κέντρου του χωριού μας, σε παραδοσιακό κέντρο με βασικά μοτίβο, την πέτρα και το ξύλο. Είναι ένα έργο για οποίο εργάστηκαν πολλοί χωριανοί μας αρκετά ώστε να βγει μια σωστή μελέτη (Δασκαλόπουλος Κώστας, τοπογράφος, Λίτσα Γιωργιτσιώτη, πολιτικός μηχανικός) και στην τελική ένα όμορφο αποτέλεσμα.Πρωτεργάτης στην όλη προσπάθεια  στάθηκε ο πρόεδρος του χωριού μας, Γιάννης Ράπτης. Μόλις δημοπρατηθεί, η επόμενη ενέργεια (καιρού επιτρέποντος) είναι η έναρξη των εργασιών και η ολοκλήρωση του έργου μέσα σε 18 μήνες τουλάχιστον.

Τα παιχνίδια μας, γράφει ο Χρ. Ζτάλιος...


ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΕ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΕΓΑΛΩΣΑΜΕ

             (Μνήμες από Ζάλοβο)           
Το παιχνίδι είναι μιά αυθόρμητη συμπεριφορά των παιδιών που δεν έχει σαφή στόχο, ούτε ακολουθεί κάποιο πρότυπο· γίνεται γιά την ευχαρίστηση καί την ψυχαγωγία που προκαλεί, βοηθά τα παιδιά να αναπτυχθούν σωστά σωματικά καί νοητικά καί ευεργετεί όσα εξακολουθούν να παίζουν ακόμη καί σε μεγαλύτερη ηλικία. Απεναντίας αν τα μικρά παιδιά στερηθούν γιά κάποιους λόγους το παιχνίδι, η ανάπτυξη τους μπορεί να μην ολοκληρωθεί φυσιολογικά. Τά παιδιά μέσα από τα παιχνίδια βιώνουν διάφορες καταστάσεις καί νιώθουν πολλά συναισθήματα όπως χαρά, αγάπη καί πόνο, Παίρνοντας έτσι περισσότερα εφόδια γιά να αντιμετωπίσουν καί να ξεπεράσουν τις δύσκολες καταστάσεις της μετέπειτα ζωής τους. Την δεκαετία του 60 καί στις αρχές του 70, εμείς οι σημερινοί πενηντάρηδες καί εξηντάρηδες παίζαμε τα πατροπaράδοτα παιχνίδια, αυτά που μάθαμε από τους μεγαλύτερους καί από τους  γονείς μας. Γιά μας τότε το παιχνίδι ήταν εσωτερική ανάγκη· η πρώτη κουβέντα που λέγαμε όταν βρισκόμασταν τα παιδιά μεταξύ μας ήταν << Παίζουμε;>>.

   Aργότερα με την ανάπτυξη της βιομηχανικής επανάστασης τα φτιαχτά παιχνίδια μας έγιναν βιομηχανικά καί τα υπόλοιπα γίναν ηλεκτρονικά, παίζονται στις οθόνες  τηλεοράσεων καί υπολογιστών καί δεν συμβάλλουν στη σωστή σωματική ανάπτυξη καί προσωπικότητα του παιδιού. Καί έτσι άντί το παιδί να πρωταγωνιστεί, γίνεται θεατής των παιχνιδιών. Καί αυτή η αδράνεια μόνο αρνητικές συνέπειες έχει στην ζωή του.