.

.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

"Το ξινό Γαϊδούρι, Μασλάτια Νο4, του Ζτάλιου Χρήστου"



                                                    ΤΡΙΚΩΜΟ  (ΖΑΛΟΒΟ)  ΓΡΕΒΕΝΩΝ
                                                            ΖΑΛΟΒΙΤΙΚΑ  ΜΑΣΛΑΤΙΑ 
                                                                  (Μνήμες από Ζάλοβο)
                                                                 Νο. 4 Τό ξυνό Γαϊδούρι                                                            
   Τo μασλάτι που ακουλουθεί δεν γνωρίζω aν είναι αληθινό· τo θέλει πάντως η παράδοση.
   Όταν πηγαίναμε στην πρώτη Γυμνασίου στα Γρεβενά, στην αρχή της σχολικής περιόδου καί στα πλαίσια της γνωριμία μας πολλοί καινούργιοι συμμαθητές μας ρωτούσαν από ποιό χωριό είμαστε, και όταν απαντούσαμε από το Τρίκωμο μας αποκαλούσαν Ξυνούς. Έχοντας την απορία γιά τον χαρακτηρισμό αυτόν, ρώτησα αργότερα κάποιον χωριανό λίγο μεγαλύτερης ηλικίας από εμένα,  καί συγκεκριμένα τον Απόστολο Αποστολίδη του Ευαγγέλου(Τόλιος), ο οποίος θυμάται τα πάντα σχετικά με το Ζάλοβο, καί μου διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία.
   Πρίν πολλά χρόνια ήρθε στο Ζάλοβο ένας έμπορος γενικής προμήθειας, που τότε τον αποκαλούσαν Κατσάνο με την πραμάτεια του, καί κατασκήνωσε στο αλώνι των Καραντζαίων, καί εκεί άρχισε τις αγοραπωλησίες. Αγοράζανε λοιπόν οι Ζαλοβίτες όσοι από αυτούς είχαν χρήμματα διάφορα αγαθά. Κάποιος Ζαλοβίτης που δεν είχε χρήμματα είπε στον Κατσάνο.
   -Δέν έχω χρήμματα να αγοράσω πραμάτεια, αλλά έχω ένα τομάρι Αλεπούς, να το φέρω;
  -Φέρτο ! Τού είπε ό Έμπορας.
  Έτσι λοιπόν το έφερε,καί πόρεψε καί αυτός από αγαθά. Ο κατσάνος πέταξε το τομάρι πίσω σε μιά υποτυπώδη αποθήκη που είχε κάνει. Ένας άλλος Ζαλοβίτης που ήταν εκεί καί είδε την σκηνή σκέφτηκε να κάνει καί αυτός το ίδιο, αλλά δεν είχε τομάρι καί έκλεψε τότε του εμπόρου από το πίσω μέρος της αποθήκης· έτσι ψώνισε καί αυτός καί έφυγε. Αυτή η διαδικασία με την αγοραπωλησία του ίδιου τομαριού επαναλήφθηκε 9-10 φορές. Στό τέλος πήγαν μαζί δυό Ζαλοβίτες να πάρουν το τομάρι, καί τραβώντας ο ένας από το κεφάλι καί ο άλλος από την ουρά, κόψανε τό τομάρι στή ουρά. Καί αυτός με το κομμένο τομάρι πήγε στον Κατσάνο καί του είπε,ότι έχει ένα τομάρι αλλά είναι κολοβό. Ο Κατσάνος όμως το δέχτηκε καί έτσι ψώνισε καί αυτός ο Ζαλοβίτης.
  Τό μεσημέρι ο Κατσάνος άρχισε να μαζεύει την υπόλοιπη πραμάτεια του, καί είπε στον Παραγιό, να πάει να μαζέψει τα τομάρια· του είπε δε ότι πρέπει να είναι 9 ή 10 τομάρια. Πάει ο παραγιός να πάρει τα τομάρια καί βρίσκει ένα, καί αυτό κολοβό. Τό λέει στο αφεντικό του το οποίο στενοχωρήθηκε, καί έψαχνε να βρεί τρόπο να εκδικηθεί τους Ζαλοβίτες. Ξεκίνησε να φύγει,καί όταν έφτασε στην Ράχ(η) την Μεγάλ(η) κάτω από τό (καραούλι), ο Γαΐδαρος που είχε μαζί του ψόφησε. Η ευκαρία που περίμενε ο Κατσάνος είχε έρθει. Έτσι λοιπόν έγδαρε τον Γαΐδαρο, τον λιάνισε, τον έβαλε σε γαλίκια καί επέστρεψε στο Ζάλοβο με σκοπό να τον πουλήσει, σαν ελάφι.       Ανάρπαστος έγινε ό γαΐδαρος, γιατί ήταν σε πολύ χαμηλή τιμή γιά ελάφι. Όταν ξεπούλησε ανέβηκε στον Καταφύκη (λόφος υπεράνω του χωριού) καί φώναξε 
 -Ώ!! Ζαλοβίτις όποιους κακάβουσει νά ξεκακαβώσει, δέν ήταν Έλαφος αλλά Γαΐδαρους καλλιγωμένους μέσ' του παχνί διμένους! 
   Ευνόητο λοιπόν είναι ότι οι Ζαλοβίτες δεν τον έφαγαν τον Γαΐδαρο (τό κρέας τού Γαΐδάρου λένε ότι ξυνίζει) ,παρ΄όλο πού ή παράδοση τό θέλει διαφορετικά.
                                               Χρήστος Ζτάλιος

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

"Κώτσιους και Βασίλου", γράφειο ο Χρ. Ζτάλιος.


ΚΩΤΣΙΟΥΣ ΚΙ ΒΑΣΙΛΟΥ
                             (Μνήμες από Ζάλοβο)                 
     Κόντιβι oυ Δικαπινταύγουστους στου Ζάλοβου, κι γιόμσαν τα σπίτια απού κόσμου, ήρθαν απ΄ν΄Αθήνα, ήρθαν απ΄τ΄ Σαλουνίκ(η), ήρθαν κι απ΄του Γριβινό .

     Ήρθι κι ου Κώτσιους απ΄ν΄Αθήνα, μι καμμιά δικαπινταριά μέρις άδεια να ξαπουστάσ κι να δει τς΄γονίδις κι τς΄φίλ τ. Οι γονίδις όμους τ΄Κώτσιου, Γιώρτς κι Λισσάβου βάλθκαν να τουν παντρέψν γιά να μην ξαναφύγ(ι)· γιατί είχι τρανέψ ου Κώτσιους, κι είχι πατήσ τα 32.

   -Λισσάβου!! Μό Λισάβου!!Που είσι μα;

   -Ιδώ είμι Γιώργ(η)!! Φκιάνου πατάτις ξνές γιά του γιόμα!

   -Πάλι μα! Μπιζέρτσα! Όλου πατάτις ξνές, φασούλια, πέτουρα, τραχανουπάπαρα, κουρκούτ χουρίς καντίπουτα μέσα! Όλου τέτοια φαϊά φκιάντς, που δεν έχν κριάς!  Λοιπόν τώραϊα πού έρχουμαν σπίτ, είδα τουν Κίτς τς΄ Στέφινας που έσφαζι ένα παλιουτράϊ. Τουν είπα να μι κόψ κανά δυό ουκάδις από πισνό πουδάρ· σύρι ύστιρα κι πάρτου, κι να του βάλτς ταχιά τς΄ Παναΐας στουν ταβά μι πατάτις στου φούρνου, γιατί έχουμι απ΄τν Πασκαλιά να ζκαλίσουμι κάνα δόντ(ι).

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Ο σύλλογος ξεκίνησε τα έργα εξωραισμού στον Αγ. Αθανάσιο

Το Δ.Σ. του πολιτιστικού συλλόγου Τρικώμου με τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από την γιορτή Κρασιού Τρικώμου αποφάσισε να κάνει επένδυση με πέτρα το τοιχίο προς τον δημόσιο δρόμο και να τοποθετήσει την ανάλογη ενθυμητήρια επιγραφή και συντήρηση της παιδικής χαράς (βάψιμο-αγορά νέων οργάνων).
Στην παρούσα φάση είναι σε εξέλιξη οι κατασκευές στον Αγ. Αθανάσιο που ομορφαίνουν τον περίβολο του ναού ακόμη περισσότερο. Συγκεκριμένα, το τοιχίο επενδύεται με πέτρα και σε επόμενη φάση θα τοποθετηθούν κρυφοί φωτισμοί που να αναδεικνύουν την παραδοσιακή πέτρα ομαλής. Σας παρουσιάζουμε μερικές φωτογραφίες από την πορεία των εργασιών:






Ζαλοβίτικα μασλάτια Νo. 3, γράφει ο Χρ. Ζτάλιος...

  Ζαλοβίτικα Μασλάτια no.3
                                                                                            (Μνήμες από Ζάλοβο)
    Ό Αγροκούμπανος

   Το μασλάτι που ακολουθεί είναι αληθινό, έγινε περίπου το 1969 καί μου το διηγήθηκε ο φίλος μου Γιώργος. Στο Ζάλοβο τότε τα παιδιά παίζαμε με διάφορα παιχνίδια,ένα από αυτά ήταν καί τα λάστιχα (σφεντόνα),με τα οποία κυνηγούσαμε σπουργίτια καί κάναμε σκοποβολή.

   Ο Γιώργος  λοιπόν με τον πατέρα του καί την μάννα  του, κάποιο απόγευμα μαζέψανε κεράσια από την κερασιά τους γεμίζοντας σχεδόν δύο γαλλίκια·με σκοπό την επομένη το πρωΐ να ξεκινήσουν γιά κάποιο χωριό όχι καί τόσο κοντά στο δικό μας,όπου ο πατέρας του Γιώργου είχε αρκετές γνωριμίες ,γιά να πωλήσουν τα κεράσια τους.

   Αφού ξημέρωσε φόρτωσαν τα γαλλίκια στο μουλάρι καί ξεκίνησαν, γιά το εμπορικό τους ταξίδι. Ο πατέρας του προχωρούσε  μπροστά τραβώντας από το καπίστρι το μουλάρι, καί ακολουθούσε ο δεκατριάχρονος τότε Γιώργος με τα λάστιχα στα χέρια ,σημαδεύοντας καί ρίχνοντας σε όποιο πουλί έβλεπε. Μετά από δυόμισυ ώρες πορείας καί αφού φτάσανε σε κάποια βρύση,ο πατέρας του θεώρησε καλό να κάνουν μία στάση γιά ξεκούραση,καί ξεφόρτωσε το μουλάρι,  το πότισε, καί το άφησε ελεύθερο να βοσκήσει εκεί δίπλα. Ο ίδιος  ξάπλωσε στον ίσκιο ενός δένδρου γιά λίγη ξεκούραση,ενώ ο Γιώργος συνέχισε να ρίχνει σε ότι κινιόταν ή πετούσε. Εκεί δίπλα ήταν καί ο κορμός ενός ξεραμένου δένδρου,στο οποίο υπήρχαν αρκετές τρύπες καί στις οποίες μπαινόβγαιναν αγροκούμπανοι (Αγροκούμπανος:έντομο που μοιάζει με μέλισσα,μόνο που είναι σχεδόν τρείς φορές μεγαλύτερος καί κατάμαυρος).

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Το ποτάμι μας, γράφει ο Χρ. Ζτάλιος.


                        ΤΟ  ΠΟΤΑΜΙ  ΜΑΣ (μνήμες από Ζάλοβο)

   Η πρώτη μου γνωριμία μαζί του έγινε όταν ήμουν έξη ή επτά χρονών·αφού τότε πραγματοποιήθηκε η επιθυμία μου να με πάρουν κι εμένα μαζί τους οι γονείς μου, στο καθιερωμένο ετήσιο πλύσιμο των κλινοσκεπασμάτων που γινόταν τους θερινούς μήνες στο ποτάμι. Έτσι λοιπόν αφού ένα πρωϊνό φορτώθηκαν όλα τα απαραίτητα: Μεγάλο καζάνι ,κόπανος καί όλα τά άπλυτα ξεκινήσαμε γιά τον κάμπο τον Μέγα όπου υπήρχε η καλύβα του Ποράβα την οποία χρησιμοποιούσαμε καί εμείς λόγω συγγένειας. Εκεί όμως είχαμε καί δύο αμπέλια στά οποία θά αποσχολούνταν ο πατέρας μου μέχρι να τελειώσει το πλύσιμο η μάννα μου.

  Φθάνοντας λοιπόν στον προορισμό μας εγώ έμεινα έκθαμβος απ΄αυτό που αντίκρυσα, πρώτη φορά έβλεπα τόση μεγάλη ποσότητα νερού να τρέχει τόσο ορμητικά καί με τόση βοή. Θυμάμαι ότι εκείνη την ημέρα έφτιαχνα βαρκούλες από τις φλούδες των πεύκων που ήταν διάσπαρτες εκεί καί ότι είχα γίνει μούσκεμα από το πρώτο μισάωρο παρ΄όλες τις φωνές της μάννας μου να προσέχω. Θυμάμαι επίσης ότι ο χαρακτηριστικός ήχος του κόπανου όταν η μάννα μου χτυπούσε αυτά που έπλενε, κάλυπτε την βοή του ποταμού, η δε γύρω περιοχή είχε γίνει ένα πολύχρωμο μωσαϊκό από το άπλωμα των κλινοσκεπασμάτων καί ρούχων έπάνω στούς θάμνους. Γυρίσαμε στο χωριό αργά το απόγευμα, αφού είχε πραγματοποιηθεί τό πλύσιμο  μέ  τό μόνο απορρυπαντικό τότε τήν κασταλαή(σταχτόνερο). Ενώ εγώ ενθουσιασμένος δεν παρέλειψα να περιγράψω τις εντυπώσεις μου στα παιδιά του χωριού.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Ζαλοβίτικα Μασλάτια, No. 2 , γράφει ο Χρ. Ζτάλιος.


                 ΜΑΣΛΑΤΙΑ   ΑΠΟ   ΤΟ   ΖΑΛΟΒΟ
                        (Μνήμες από Ζάλοβο)
   Τό μασλάτι πού ακουλουθεί είναι πραγματικό. .

   Το 1967 ήμουνα μαθητής στην πρώτη Γυμνασίου στην πόλη των Γρεβενών·ήταν θυμάμαι Μάϊος μήνας καί τα Γρεβενά γιόρταζαν τoν πολιούχο τους Άγιο Αχίλειο.Τa λεωφορεία  κατέφταναν από τa χωριά,μεταφέροντας τoν κόσμο γιά τa ψώνια της εβδομάδας καί γιά μιά βόλτα στo μέρος όπου γινόταν η εμποροπανήγυρη.Εκεί είχε απ΄όλα, υπαίθρια μαγαζιά ρουχισμού,ακροβατικά ,γύρο του θανάτου,σκοποβολή,καί πολλά άλλα .

   Εγώ σάν παιδί τότε ξεπετούσα τa μαθήματα στα γρήγορα,καί έτρεχα μαζί με άλλα παιδιά νa δούμε από κοντά όλα αυτά τa νεοφερμένα παιχνίδια.

   Εκεί από μακρυά βλέπω δυό αδέλφια από τo χωριό μου τoν Κώτσιου καί την Λισσάβου,μεσήλικες τότε,(φυσικά άλλαξα τα ονόματα γιά τυχόν παρεξήγηση)οι οποίοι αφού τέλειωσαν τα ψώνια στην πόλη αποφάσισαν να επισκεφθούν το πανηγύρι.Ο καιρός ήταν αρκετά ζεστός καί τα δύο αδέρφια θέλησαν να δροσιστούν καί ζήτησαν από κάποιον πλανόδιο δύο πορτοκαλάδες,οι οποίες ήταν μέσα σε παγοκολώνες·πράγματι ο πλανόδιος αυτός μικροπωλητής άνοιξε τις πορτοκαλάδες καί αφού έβαλε από ένα καλαμάκι στο κάθε μπουκάλι,τις πρόσφερε γιά να τις πιούν.Ο κώτσιους πήρε το μπουκάλι καί άρχισε να ρουφάει το περιεχόμενο του.Η  Λισσάβου πήρε καί αυτή το μπουκάλι έβαλε το καλαμάκι στο στόμα της καί σηκώνοντας το μπουκάλι ψηλά προσπάθησε να πιεί,με αποτέλεσμα το ένα τρίτο της πορτοκαλάδας να χυθεί στον λαιμό της.Αμέσως κατέβασε το μπουκάλι καί είπε.

   -Α!! Ρά Κώτσιου πως του φτιάντς ισύ κι δε γένησι ανίλλα;

   -Ρουγκόφατου μα!!! Γιά τα φτό στόβαλι του σάλουμα!

   Βάζει πάλι το καλαμάκι στο στόμα η Λισσάβου ,ξανασηκώνει το μπουκάλι ρουφάει καί πάλι γίνεται μούσκεμα στον λαιμό.

   -Α ρα Κώτσιου !!!Στη μένα δεν γένητι, πάλι γίνκα γκιόλ.

   -Αφού σι λεου μα!! Μόγκι ρουγκόφα κι μη σκώντς τ΄ γαράφα ψ'λά.

   -Να ξιπατώνονταν γιά σάλουμα του διαόλ που μ΄έβαλι ου Χριστιανός ιδώϊα!! Ιγώ θα ν΄πιώ όπους ξέρου!! Είπε ή Λισσάβου καί πετώντας το καλαμάκι,ήπιε το υπόλοιπο της πορτοκαλάδας σηκώνοντας το μπουκάλι ψηλά.

                                                                                                Χρήστος Ζτάλιος